Για ποιον λόγο θα μπορούσε να θεωρείται η
12η Μαρτίου 1957 μια από τις σημαντικότερες ημέρες της ανθρωπότητος; Η απάντηση είναι απλούστατη: διότι είναι η μέρα που γεννήθηκε ο
Steve Harris, ο ιδρυτής και αναμφισβήτητος ηγέτης των
Iron Maiden, ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες όλων των εποχών, ίσως ο κορυφαίος μπασίστας που έχει περπατήσει τον πλανήτη, ο άνθρωπος που για να δει τα όνειρά του να γίνονται πραγματικότητα μόχθησε όσο ελάχιστοι, έκανε θυσίες, στερήθηκε πολλά, δεν το έβαλε ποτέ κάτω και έμεινε προσηλωμένος στο "αρχικό σχέδιο" παρά τις όποιες αναποδιές. Κι όλα αυτά για τι; Για να είναι σήμερα οι Iron Maiden ένα εκ των κορυφαίων συγκροτημάτων όλων των εποχών και να δίνουν χαρά στα εκατομμύρια των φανατικών οπαδών τους ανά τον κόσμο, ένας εκ των οποίων εδώ και περίπου 20 χρόνια και ο υποφαινόμενος.
Δεν θα μιλήσω για τους μόνιμους αντιρρησίες, οι οποίοι δεν πάνε τους Maiden μόνο και μόνο επειδή είναι οι Maiden: μαϊντανοί οι περισσότεροι από δαύτους, δεν έχουν να πουν κάποιο σοβαρό επιχείρημα επί της ουσίας και δεν αξίζει ν'ασχολούμαστε. Εξάλλου τους απαντούν άμεσα τόσο οι παγκόσμιες εξελίξεις εδώ και 30 σχεδόν χρόνια, όσο και η λύσσα τους που κάθε μέρα μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο. Όσον αφορά τους υπολοίπους όμως, σίγουρα πολλοί θα δυσπιστήσουν: σιγά τα ωά ενδέχεται να πουν. Αν κάποιος όμως δεν ζήσει αυτή την ιδιότυπη σχέση οπαδού-Maiden εκ των έσω, είναι πρακτικά αδύνατο να την κατανοήσει. Για έναν οπαδό των Maiden δε, αυτή η σχέση είναι κάτι το τόσο φυσιολογικό που πολύ απλά είναι αδύνατο να την περιγράψει επαρκώς ώστε να γίνει κατανοητή. Όπως και να'χει, οι Maiden είναι απλά οι
Άρχοντες του Σύμπαντος, είναι το συγκρότημα στου οποίου το όνομα στάζουν μέλι εκατομμύρια άνθρωποι, είναι μια Ιδεολογία, μια Αξία. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο. Ας επιστρέψουμε στην Ιστορία όμως.
Ο Steve γεννήθηκε στο East End του Λονδίνου από μία όχι ιδιαίτερα ευκατάστατη οικογένεια. Από μικρός έδειξε κλίση σε δύο πράγματα: την καλή μουσική και το ποδόσφαιρο. Σαν πιτσιρικάς -και σαν Άγγλος- αποφάσισε ν'ασχοληθεί με το δεύτερο: γράφτηκε στα τσικό της αγαπημένης του ομάδας,
West Ham, αποδεικνύοντας από μικρή ηλικία το ταλέντο του αφού
ήταν βασικό στέλεχος της ενδεκάδας νέων της ομάδας. Θεωρητικά η ιστορία θα μπορούσε να τελειώνει κάπου εδώ, και να γνωρίζουμε τον Steve σήμερα σαν έναν εξαιρετικό μεσοεπιθετικό παίκτη, ο ίδιος να έλεγε ιστορίες για τα γήπεδα της δεκαετίας του 70 και του 80 και να έμενε εκεί η κουβέντα. Η κλίση του στην μουσική ήταν τόσο μεγάλη όμως, που παρόλο που θεωρητικά είχε εκπληρώσει ένα μεγάλο όνειρό του ήδη από παιδί -να γίνει ποδοσφαιριστής στην αγαπημένη του ομάδα- κάτι τον έτρωγε μέσα του. Ένοιωθε μια φλόγα άσβεστη, να καίει ανεξέλεγκτα. Δεν ήταν τόσο το ότι του άρεσε η καλή μουσική της εποχής του -αφού ήδη είχε "μυηθεί" σε συγκροτήματα όπως οι Black Sabbath, UFO, Nektar, Who, Thin Lizzy, Jethro Tull κλπ. Ήταν κάτι παραπάνω...
Κάπου στα 15 του κι ενώ ήταν ήδη από τα ανερχόμενα αστέρια της West Ham, αποφάσισε ότι θα τον ενδιέφερε πάρα πολύ να γίνει ντράμερ: έτσι θα μπορούσε και να παίζει μουσική αλλά και να συμμετέχει ενεργά στον ρυθμό. Το πρώτο πρόβλημα όμως έδινε ήδη το παρόν: το σπίτι της οικογένειάς του ήταν πολύ μικρό και κανένα σετ ντραμς δεν χωρούσε, ακόμη και το πιο μικρό. Έτσι μετά από σκέψη αποφάσισε να "γυρίσει" τα γούστα του στο μπάσο, που είναι το δεύτερο όργανο ρυθμού σε μια μπάντα. Αγόρασε το πρώτο του μπάσο σε ηλικία 15 ετών: του κόστισε 40 λίρες, ποσό τεράστιο για την τότε εποχή και για το οποίο χρειάστηκε να δουλέψει, μιας και η οικονομική κατάσταση της οικογενείας του δεν επέτρεπε τόσο μεγάλα ανοίγματα
για ένα απλό χόμπι. Τα όνειρα όμως είναι πάντοτε όνειρα και πρέπει να εκπληρώνονται: ταυτόχρονα με το σχολείο, τις προπονήσεις και τους αγώνες, ο Steve έπρεπε να αποκτήσει πάσει θυσία το μπάσο του, γι'αυτό κι έκανε πολλές δουλειές που μπορούσαν να συνδυαστούν με το ήδη υπάρχον -και βεβαρημένο- πρόγραμμά του. Μεταξύ άλλων δούλεψε ως φούρναρης και σκουπιδιάρης προκειμένου να τα καταφέρει. Και όντως τα κατάφερε. Πως;
Το πρώτο μπάσο μπορεί να ήταν πλέον γεγονός, όμως ήταν μόλις το πρώτο βήμα: λεφτά για δάσκαλο δεν υπήρχαν, χρόνο να πηγαίνει σε ωδείο δεν είχε, έτσι έπρεπε να βρεθεί μια λύση. Η λύση για τον δαιμόνιο Steve ήταν απλή, αν και καθόλου εύκολη: έπρεπε να θυσιάσει το ποδόσφαιρο. Δεν υπήρχε χρόνος και για ποδόσφαιρο και για μουσική. Βέβαια αυτό δεν θα έλυνε όλα του τα προβλήματα: λεφτά θα εξακολουθούσαν να μην υπάρχουν. Έτσι, αναγκάστηκε να μάθει μπάσο μόνος του, δίχως καμία βοήθεια. Κι όχι μόνο αυτό: επειδή με τα διαθέσιμα χρήματα που είχε αναγκάστηκε ν'αγοράσει ένα μπάσο φτηνό μεν που όμως πρακτικά δεν τον βοήθαγε -δεν έβγαζε δηλαδή τον ήχο που είχε στο μυαλό του-, ο Steve ξεκίνησε από τα πρώτα του κιόλας βήματα να πειραματίζεται σε δικές του τεχνικές παιξίματος προκειμένου το μπάσο του να βγάζει τον ήχο που θέλει. Και τα κατάφερε. Ναι, ο κορυφαίος μπασίστας του πλανήτη είναι
αυτοδίδακτος... Γιατί; Επειδή πολύ απλά το κεφάλι το έσκυβε μόνο για να εργαστεί σκληρά κι όχι για να υποκύψει. Οι δυσκολίες της ζωής ήταν πολύ "λίγες" για να οπισθοχωρήσει μπροστά τους ο μεγάλος Steve Harris...
Με τα βήματά του στο μπάσο να είναι γοργά (αφού ως απεδείχθη στη συνέχεια δεν είχε μόνο στην μπάλα ταλέντο) ξεκίνησε να συμμετέχει σε κάποια τοπικά συγκροτήματα δεξιά κι αριστερά. Κάποια στιγμή, το 1972, σε ηλικία μόλις 15 ετών, αποφασίζει να δημιουργήσει την πρώτη του μπάντα: τους Influence, οι οποίοι μερικές μέρες αργότερα μετονομάστηκαν σε
Gipsy's Kiss: το πρώτο line-up των Gipsy's Kiss αποτελείτο από τους
Steve Harris στο μπάσο,
Dave Smith και
Tim Wotswit στις κιθάρες,
Paul Sears στα ντραμς και
Bob Verschoyle στις κιθάρες. Η δουλειά δεν περπάτησε και ιδιαίτερα: αφενός ήταν δύσκολες οι εποχές, αφετέρου κάποιες -ελάχιστες- συνευλίες που είχε δώσει το συγκρότημα μόνο επιτυχημένες δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν. Οι Gipsy's Kiss μοιραία μπαίνουν στο ψυγείο κάπου στο 1973 και ο Steve περίπου έναν χρόνο μετά -το 1974- προσχωρεί σε μια τοπική μπάντα που είχε ένα σχετικό όνομα παίζοντας κυρίως διασκευές, τους
Smiler, στους οποίους έπαιζαν επίσης οι Doug Sampson στα ντραμς, Dennis Wilcock στα φωνητικά, καθώς και τ'αδέλφια Mick και Tony Clee στις κιθάρες. Τα προβλήματα όμως δεν σταμάτησαν εδώ: τα υπόλοιπα μέλη των Smiler ήταν μεγαλύτερα σε ηλικία, έτσι έβλεπαν τον Steve απλά ως πιτσιρικά που τον είχαν στο μπάσο μέχρι να βρουν κάποιον άλλον που να μην τους σπάει τα νεύρα. Και τους τα έσπαγε, διότι ήθελε να συνθέτει τραγούδια, ήθελε να χοροπηδάει πάνω στη σκηνή, να κάνει δεύτερα φωνητικά κλπ. Αντίθετα, οι Smiler ήθελαν απλώς να παίζουν διασκευές με κρυφή ελπίδα να κάνουν καμιά αρπαχτή με κανά γκομενάκι μετά το τέλος της συναυλίας. Βίοι αντίθετοι, φιλοδοξίες άσχετες μεταξύ τους. Η αποχώρηση από τους Smiler ήταν αναπόφευγκτη: ο Steve είχε δει από τότε πολύ σοβαρά τη μουσική για να κάθεται ναχάνει τον χρόνο του με ανθρώπους που δεν τον καταλάβαιναν. Τι έπρεπε να γίνει; Το δικό του συγκρότημα ήταν μονόδρομος, αλλά πως;
Ερωτήματα, προβληματισμοί, αδιέξοδα. Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα μέσα στο μυαλό του Steve Harris περί τα τέλη του 1975. Ένα βράδυ για να ξεσκάσει, αποφάσισε να πάει στον κινηματογράφο να περάσει λίγο ευχάριστα η ώρα του, μακρυά από λοιπές σκοτούρες. Η ταινία που είχε επιλέξει ήταν η "The Man in the Iron Mask", μια παλιά ταινία, ασπρόμαυρη, του 1939, που θεωρείτο "τρόμου". Φεύγοντας από τον κινηματογράφο, ο Steve έννοιωθε κάπως περίεργα. Κάτι είχε συμβεί, αλλά τι; Δεν μπορούσε να το προσδιορίσει... Τις επόμενες λίγες μέρες που ακολούθησαν προσπαθούσε να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις του και τα συμπεράσματά του για να καταλάβει καλύτερα τι ακριβώς ήταν αυτό που του είχε αναπτερώσει το ηθικό, έτσι από το πουθενά εκείνο το βράδυ. Και τα Χριστούγεννα του 1975 το κατάλαβε...
Στην ταινία "εμφανιζόταν" μεταξύ άλλων κι ένα μεσαιωνικό όργανο βασανιστηρίων, το
Iron Maiden: ήταν μια σαρκοφάγος που στο εσωτερικό της είχε λεπίδες διαφόρων μηκών: οι μακρύτερες λεπίδες τρυπούσαν πρώτα σε μη ζωτικά σημεία του σώματος (πχ μάτια)
προκειμένου το άτυχο θύμα που τοποθετείτο εντός της σαρκοφάγου να υποφέρει όσο το δυνατόν περισσότερο μέχρι να ξεψυχήσει από τις κοντύτερες λεπίδες που άφηναν για το τέλος τα ζωτικά σημεία. Αρκετά μακάβρια εικόνα ακόμη και για έναν λάτρη των ταινιών τρόμου όπως ο Steve. Υπήρχε κάτι άλλο από πίσω: η Αγγλία τότε μόλις είχε γνωρίσει την πυγμή της Μάργκαρετ Θάτσερ, της αποκαλούμενης και σιδηράς κυρίας, και γενικά από κοινωνικής απόψεως είχε αρχίσει να μην βιώνει και τις καλύτερες εποχές της. Σιδηρά παρθένος από τη μία, σιδηρά κυρία από την άλλη... Αυτό ήταν! Ο παραλληλισμός προφανής! Ο Steve θα μπορούσε με ένα συγκεκριμένο όνομα να συνδυάζει πολλά: την αντίδρασή του στο πολιτικό κατεστημένο της χώρας του, τη δημιουργία του δικού του συγκροτήματος, το ενδιαφέρον του για τις ταινίες τρόμου και τον κινηματογράφο γενικότερα. Κάπως έτσι γεννήθηκαν οι Iron Maiden στις
25/12/75. Αυτό όμως ήταν μόνο η αρχή.
Ένα νέο συγκρότημα δίχως μέλη δεν είναι συγκρότημα. Το πρώτο Line-up των Iron Maiden αποτελείτο πέραν του Steve από τους
Paul Day στα φωνητικά,
Terry Rance και
Dave Sullivan στις κιθάρες και
Ron Matthews (aka Ron Rebel) στα ντραμς. Ήδη από τη "θητεία" του στους Smiler ο Steve είχε συνθέσει το πρώτο του τραγούδι, με τον χαρακτηριστικότατο τίτλο
Burning Ambition. Πλέον με το δικό του συγκρότημα μπορούσε να επικεντρωθεί περισσότερο στους στόχους του: και μόνο το live ντεμπούτο του συγκροτήματος στην pub Cart and Horses στο Stratford ήταν μια μεγάλη επιτυχία, υπήρχαν όμως και προβλήματα: το ότι υπήρχε μια σύνθεση του συγκροτήματος δεν σημαίνει και ότι ήταν καλή σύνθεση. Ιδίως ο Paul Day ήταν πολύ κατώτερος του αναμενωμένου, έτσι η αποχώρησή του από το συγκρότημα ήταν μονόδρομος: περί τα μεσα του 1976 τον αντικατέστησε ένας παλιός γνώριμος του Steve από τους Smiler, ο
Dennis Wilcock, ένας αρκετά δραστήριος τραγουδιστής,
με σχετικά καλές δυνατότητες και εξαιρετική σκηνική παρουσία -ιδίως αυτήν, μιας κι ο Steve ήξερε καλά πως για να επιβιώσει ένα συγκρότημα ενώ κάνει παράλληλα το κέφι του, έπρεπε να προσφέρει σόου κι όχι "μια ακόμη συναυλία". Ταυτόχρονα όμως ο Steve δεν είχε μείνει ικανοποιημένος κι από τους κιθαρίστες τους: νέα μέλη της μπάντας λοιπόν, οι
Dave Murray και
Rob Sawyer (aka Rob Angello). Η σύνθεση αυτή διατηρήθηκε μέχρι τα τέλη του 1976 οπότε και αποχώρησε ο Sawyer. Το συγκρότημα ναι μεν είχε αρχίσει να βαδίζει σε σωστά βήματα όμως δεν είχε κάτι χειροπιαστό στα χέρια του. Παράλληλα, οι απαιτήσεις του κοινού ήταν διαφορετικές: άλλοι ήθελαν ν'ακούνε αυτό, άλλοι εκείνο, άλλοι το παράλλο και μέσα σ'όλα το punk βρισκόταν σε έξαρση. Κάποιες έριδες άρχισαν να εμφανίζονται στο εσωτερικό των Iron Maiden αναφορικά με τις μουσικές κατευθύνσεις που έπρεπε να ακολουθηθούν, ο Steve ήταν ανένδοτος όμως: στο συγκρότημά του κουμάντο έκανε αυτός κι όποιος δεν γούσταρε η πόρτα ήταν πάντοτε ανοικτή. Κάπως έτσι βρέθηκε να έχει μείνει μόνο αυτό κι ο Wilcock στις αρχές του 1977 για να συμπληρωθεί ακολούθως το line-up ως εξής:
Tony Moore (keyboards),
Terry Wapram (κιθάρες),
Thunderstick (ντραμς). Όχι όμως, ούτε αυτό άρεσε στον Steve. Λίγους μήνες μετά η σύνθεση ξαναλλάζει: αυτήν τη φορά ο Steve πλαισιώνεται από τους
Dave Murray (ο οποίος επέστρεψε),
Doug Sampson στα ντραμς,
Paul Dianno στα φωνητικά, ενώ από την δεύτερη κιθάρα πέρσαν διαδοχικά οι
Paul Cairns,
Paul Todd,
Tony Parsons, μετά την αποχώρηση και του τελευταίου όμως οι Maiden ηχογράφησαν το 1978 (στις 31/12) το πρώτο -και μοναδικό τους εξ'όσων γνωρίζω- demo, αποτελούμενο από 4 κομμάτια (Iron Maiden, Prowler, Invasion, Strange World). Τίποτε όμως δεν πτοεί τον Harris.
Μια ωραία μέρα αποφασίζει να απευθυνθεί στον "πολύ"
Neal Kay που ήταν dj hard rock
μουσικής (
Sοundhouse). Μάλιστα ο διάλογος που είχε γίνει (και τον οποίον θυμούνται αμφότεροι) ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστικός: από τη μια μεριά ο Neal Kay, ένα σχεδόν μυθικό όνομα, από την αλλη ο Steve Harris ο οποίος ναι μεν είχε το καλώς εννοούμεο θράσος, αλλά μπροστά σε μια τέτοια φυσιογνωμία είχε και... κομμένα πόδια. Αφού κατάφερε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του, του απηύθηνε το λόγο: "Γεια, είμαι ο Steve Harris και παίζω στους Iron Maiden. Είμαστε μια heavy metal μπάντα κι έχουμε αυτό το demo, θα σε παρακαλούσα να το ακούσεις". Η απάντηση του Kay ήταν "ok", ενώ όπως έχει αποκαλύψει ο ίδιος, αυτά που σκεφτόταν εκείνες τις στιγμές ήταν: α) καλά, καλά, όλοι αυτό θέλουν, νακούσω τις δουλειές τους, και β) heavy metal και αηδίες, δεν υπάρχει heavy metal, Hard rock υπάρχει μόνο. Όπως και να'χει, ο Steve έκανε αυτό που ήθελε. Και όπως απεδείχθη δεν θα
χρειαζόταν να περιμένει πολύ. Όπως έχει αποκαλύψει στο επικό dvd The Early Days, μέχρι το βράδυ σχεδόν είχε ξεχάσει γι'αυτό το demo και ίσως να μην το άκουγε ποτέ αν δεν το'παιρνε τελείως τυχαία το μάτι του παραπεταμένο. Όχι τόσο από περιέργεια, αλλά κυρίως για να δώσει ένα τέλος στην "εκκρεμότητα" (λέγοντας στο συγκρότημα "ντάξει παιδιά, γίνετε μανάβηδες καλύτερα") έβαλε ν'ακούσει την κασσέτα το βράδυ της ίδια ημέρας. Κι εκεί ήταν που άλλαξαν όλα. Στο άκουσμα των τραγουδιών μέχρι και ο πολύς Neal Kay έμεινε άναυδος. Αμέσως άρχισε τα "κονέ" του. Το αποτέλεσμα; Οι Maiden ηχογραφούν -με το εναπομείναν κουαρτέτο- το 1979 το μυθικό ΕΡ τους,
Soundhouse Tapes, το εφτάιντσο με τα 3 μόλις τραγούδια (δεν υπήρχαν χρήματα να μπει και το Strange World μέσα) και το οποίο κυκλοφόρησε μόλες σε
5000 κόπιες, οι οποίες εξαντλήθηκαν σε συντομότατο χρονικό διάστημα. Ταυτόχρονα οι Maiden είχαν αρχίσει να κινούν την περιέργεια πολύ κόσμου: ένας εξ αυτών ο
Rod Smallwood, μουσικός μάνατζερ ο οποίος αυτοπροτάθηκε να αναλάβει την μπάντα.
Οι επιτυχίες από τότε άρχισαν όχι μόνο να έρχονται, αλλά και να διαδέχονται η μία την άλλη, πριν καλά καλά το συγκρότημα αποκτήσει επίσημη δισκογραφική παρουσία. Από τις ιστορικές συναυλίες στο Ruskin Arms πλέον ο Smallwood τους έφερε στο θρυλικό Marquee του Λονδίνου τον Οκτώβριο του 1979, εμφάνιση που απέφερε συμβόλαιο με την πολυεθνική ΕΜΙ η οποία κυριολεκτικά έσπευσε να υπογράψει το συγκρότημα. Μάλιστα, η ΕΜΙ ανακαλύπτοντας μέσω των Maiden το τι γινόταν, αποφάσισε να κάνει κι ένα πειραματικό άνοιγμα προς το διαβόητο
New Wave of British Heavy Metal (
nwobhm) που είχε σχηματιστεί ως κίνημα περί το 1978, με αποτέλεσμα να κυκλοφορήσει -από το πουθενά- τη θρυλική συλλογή
Metal for Muthas, στην οποίαν οι Maiden συμμετέχουν με 2 κομμάτια (Sanctuary, Wrathchild). Τα όνειρα του Steve πλέον έπαιρναν σάρκα και οστά: οι κόποι, οι στερήσεις και οι αλχημείες σχεδόν 8 ετών έδειχναν ν'αποφέρουν καρπούς. Πλαισιομένοι από δεύτερο κιθαρίστα πλέον, τον
Dennis Stratton, και με μία εξαιρετικά σημαντική αλλαγή στα ντραμς όπου πλέον έπαιζε ο εκπληκτικός
Clive Burr, οι Maiden μπήκαν στο στούντιο αρχές του 1980 για να ηχογραφήσουν το ντεμπούτο τους, το οποίο κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά υπό τον τίτλο
Iron Maiden. Η κυκλοφορία αυτή αποτελεί κομβικό σημείο σε ολόκληρο το metal (αυτό θα το αναλύσουμε αρκετά αργότερα, σε άλλο σεντόνι). Αν με το ΕΡ Soundhouse Tapes έγινε το έλα να δεις σε χρόνο dt (παρεμπιπτόντως να αναφέρω ότι επειδή οι παραγγελίες παγκοσμίως ξεπερνούσαν τις 30.000, όταν ζητήθηκε η άδεια του Harris να γίνει ανατύπωση μιας και οι 5000 δεν έφταναν ούτε για δείγμα, η απάντησή του ήταν ένα κατηγορηματικό "όχι", συμπηρώνοντας ότι θα προτιμούσε ένα ΕΡ που να αποκτήσει συλλεκτική αξία στο μέλλον), το Iron Maiden έφερε την επιτυχία με τον πλέον επίσημο τρόπο:
Νο5 στα αγγλικά charts την πρώτη κιόλας εβδομάδα της κυκλοφορίας του, με το single του δίσκου -Running Free- να αποτελεί ένα από τα μεγάλα hit της εποχής και να κάνει θραύση όπου κι αν ακούγεται. Ο Steve Harris ήταν από μικρός εξαιρετικά δραστήριος κι ανήσυχος: το ενδεχόμενο ν'αποτύχει πολύ απλά δεν υπήρχε στα πλάνα του. Δεν είναι τυχαίο το ότι μέχρι να κυκλοφορήσει το ομώνυμο άλμπουμ των Maiden από το συγκρότημα είχαν παρελάσει 18 μέλη. Επίσης ν'αναφέρω δύο επιπλέον σημαντικές λεπτομέρειες: στο εξώφυλλο του δίσκου υπάρχει ένα σκίτσο, αρκετά περίεργο κι "εξτρήμ" για την εποχή: πρόκειται για τον περιβόητο
Eddie (the head), κεντρικό πρωταγωνιστή ενός αγγλικού ανεκδότου. Το σκίτσο ήταν προϊόν εργασίας κάποιου παντελώς αγνώστους πιτσιρικά ονόματι
Derek Riggs και που ζωγράφιζε για να περνάει η ώρα του, και τον ο οποίον ο Smallwood φρόντισε να "κλείσει" κατ' αποκλειστικότητα.
Κάπου εδώ θα κλείσω το πρώτο κομμάτι της ιστορίας των Maiden, αφού κάνω πρώτα κάποιες σημαντικές διευκρινίσεις. Πρώτον, οι Maiden ουδέποτε ανήκαν στο nwobhm όσο κι αν κωλοχτυπιούνται κάποιοι (που δεν είναι και λίγοι). Όπως φαίνεται κι από το γεννεαλογικό τους δέντρο από το Eddie's Archives, "Thoroughly unfashionable in the face of the punk onslaught, Steve Harris stuck to his guns and Iron Maiden were eventually recognized as pioneers in the New Wave of British Heavy Metal". Εδώ ας κάνουμε μια ανάλυση, σηκώνει. Κατ' αρχήν το πρώτο που πρέπει να παρατηρήσουμε είναι ότι χρησιμοποιείται η πρόθεση in και όχι η of: γραμματικά αυτό υποδηλώνει ότι οι Maiden δεν ήταν συγκρότημα του (of) nwobhm, αλλά η ύπαρξή τους προσδιορίζεται χρονικά μέσα (in) στο nwobhm. Βέβαια θα πρέπει ν'ασχοληθούμε με το nwobhm κάποια στιγμή για να γίνει καλύτερα κατανοητή αυτή η λεπτομέρεια, αλλά δεν είναι της παρούσης. Το δεύτερο σημείο που πρέπει να προσέξουμε είναι η λέξη eventually η οποία προκύπτει από το event=γεγονός. Εκ του αποτελέσματος δηλαδή αναγνωρίστηκαν ως πρωτοπόροι μέσα στο nwobhm οι Maiden, ούτο σημαίνει ότι μέχρι την αναγνώριση δεν τους... αναγνώριζε ως nwobhm συγκρότημα ούτε καν το ίδιο το κίνημα, πράγμα απολύτως λογικό μιας και ηχητικά οι Maiden ήταν τελείως "άσχετοι" με το nwobhm μουσικό ιδίωμα (το οποίο είχε πιο hard rock προδιαγραφές). Ένα τελευταίο "αποδεικτικό" στοιχείο έχει αν κάνει με το ότι οι Maiden ουδέποτε ενεπλάκησαν έστω και κατά το ελάχιστο με τη θρυλική Neat Records, που ήταν η καρδιά του εν λόγω κινήματος. Αυτά τα λίγα προς όλους εκείνους που πασχίζουν να αποδείξουν ότι οι Maiden ανήκαν στο nwobhm κι όχι ότι απλά έσκασαν μύτη ταυτόχρονα. Δεύτερον, ο Eddie είναι η διαχρονική μασκότ των Maiden.
Όπως δε νοείται Eddie δίχως Maiden, έτσι δε νοούνται Maiden δίχως Eddie: Όλα τα εξώφυλλα των επισήμων κυκλοφοριών τους έχουν το Eddie στο εξώφυλλο καθώς και σχεδόν όλα τα singles. Επίσης, η μορφή του Eddie προέκυψε από ένα αντιπολεμικό άγαλμα για το Βιετνάμ (νομίζω). Τρίτον, το γνωστό σύμβολο που βρίσκεται στα περισσότερα εξώφυλλα των Maiden, ναι μεν
θεωρείται (μέχρι κι από τον ίδιον τον Riggs) ως σύμβολο των Maiden, όμως στην πραγματικότητα πρόκειται για την υπογραφή του Riggs. Απλά επειδή ταυτίστηκε με το συγκρότημα, όταν σε διάφορες φάσεις είτε είχε πάψει να συνεργάζεται με τους Maiden, ή συνεργαζόταν παράλληλα και με άλλα συγκροτήματα (πχ Gamma Ray) ακόμη κι ο ίδιος αποφάσισε αν μην το ξαναχρησιμοποιήσει παρά μόνο σε εξώφυλλο των Maiden. Τέταρτον, τα
κατά καιρούς μέλη των Maiden δεν θεωρούνται τυχαία: οι περισσότεροι είχαν ήδη "ιστορία" στις τοπικές σκηνές (ή έστω θα αποκτούσαν οσονούπω). Πιο συγκεκριμένα, ο Paul Day πέρασε μετά από τους More και τους Wildfire, ο Bob Sawyer από τους Praying Mantis απ'όπου πέρασε και ο Dennis Stratton μετέπειτα (όπως επίσης και ο Dianno για ένα φεγγάρι), ο Thunderstick ήταν ο διαχρονικός ντράμερ των "εχθρών" Samson στους οποίους έπαιζε ο Burr όταν έφυγε για να πάει στους Maiden και ν'άντικατασταθεί από τον Thunderstick εκεί, ο Dave Murray έπαιζε στο επίσης ελπιδοφόρο συγκρότημα του Andrian Smith, τους Urchin, ενώ και αρκετά από τα υπόλοιπα μέλη με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ήταν ονόματα στην ευρύτερη σκηνή, με σημαντικότερο όλων τον ντράμερ Doug Sampson ο οποίος εθεωρείτο από τους πολύ καλούς αλλά αναγκάστηκε αν εγκαταλείψει την "ενεργό δράση" εξαιτίας κάποιας ασθένειας. Πέμπτον, πριν ακόμη κάνουν την κίνηση με τον Kay οι Maiden είχαν ήδη δημιουργήσει ένα ευρύ όνομα στην περιοχή του Λονδίνου, ένεκα των συναυλιών (gigs) που έδιναν -μεταξύ άλλων και στο θρυλικό
Ruskin Arms- οι οποίες κυριολεκτικά ξεχείλιζαν από ζωντάνια και δυναμικότητα. Παρόλ'αυτά συμβόλαιο με εταιρία ήταν αδύνατον να βρουν: οι μεν δισκογραφικές είτε απαξιούσαν ν'ασχοληθούν με ένα νέο και άπειρο συγκρότημα που ισχυριζόταν πως έπαιζε heavy metal (έννοαι που δεν υπήρχε στον μουσικό χάρτη έως τότε), η δε Neat δεν τους πλησίαζε ακριβώς επειδή δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τον nwobhm ήχο, ενώ όσες ανεξάρτητες εταιρίες τους πλησίαζαν προέρχονταν από τον χώρο του punk τον οποίον ο Steve δεν γούσταρε με τίποτε και οι οποίες ναι μεν προσέφεραν συμβόλαιο αλλά υπό τον όρο ότι θα το γυρίσουν σε punk (για την ιστορία, ο Harris έδωσε σε όλες την ίδια λακωνική απάντηση:
fuck off).
Αυτό ήταν λοιπόν το πρώτο κομμάτι της ιστορίας των Iron Maiden, του αγαπημένου μου συγκροτήματος. Το κομμάτι που καλύπτει όλα τα πρώτα δύσκολα βήματα του γκρουπ, μέχρι και την κυκλοφορία του πρώτου τους δίσκου. Ένα πρώτο κομμάτι γεμάτο από δυσκολίες και αντιξοότητες, γεμάτο ανασφάλεια μα κι επιμονή, πάθος και ζήλο. Μια περίοδο που το να καταλήξεις από τον παράδεισο στην κόλαση ήταν ένα καθημερινό και ιδιαίτερα πιθανό ενδεχόμενο. Μια περίοδο που ο Steve Harris ενέμεινε στα πιστεύω του, στα όνειρά του. Και που έφτυσε αίμα για να τα καταφέρει.
Θα υπάρξει συνέχεια. Τεράστια.
Ας περάσουμε στο οπτικοακουστικό υλικό.