Κάθομαι αραχτός εις τα περίχωρα του Κάτω Κόσμος, το λεπόν, και απολαμβάνω ένα εξαιρετικό τσιπουράκι (χύμα) που έχω ανακαλύψει εσχάτως και ξεκουράζομαι υπό τους ήχους διαφόρων metal επιλογών που έχω εξ αρχής ρυθμίσει. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν έχω ιδιαίτερη διάθεση για πάσης λογής εργασία, όμως -ε, αλλάζει κι ο χρόνος οσονούπω- πρέπει να κάνω τον απολογισμό μου. Πως πήγε δηλαδή το έτος; Τι έκανα, τι δεν έκανα κλπ.
Καθώς συλλογίζομαι διάφορα -πάλι καλά που δεν έχει χτυπήσει το κινητό καθόλου, ανάθεμα την τεχνολογία ώρες, ώρες- ένα εκ των οποίων και το πόσα λίγα (απελπιστικά λίγα) παιδάκια βγαίνουν για τα κάλαντα εδώ και χρόνια (η πλειοψηφία των οποίων μετά γονεϊκής συνοδείος -αττική σύνταξις) συνειδητοποιώ ένα μικρό τρεμόπαιγμα στα φώτα. Ασυναίσθητα κοιτάζω το ρολόι: δείχνει εννιά και τέταρτο το βράδυ. Λίγη ώρα μετά, άλλο ένα τρεμόπαιγμα. Ξανακοιτάζω ασυναίσθητα το ρολόι: οκτώ και είκοσι. Ωχ, χάλασε, συλλογίζομαι. Ώσπου ξάφνου ακούγεται μια φωνή ωσάν από το υπερπέραν, αλλά πολύ κοντινή μου:
"Τι χάλασε βρε ζώον, για κοίτα πίσω σου, τρεις ώρες είμαι εδώ και δεν έχεις πάρει πρέφα..."
Σηκώνομαι έντρομος και καθώς στρέφω το κεφάλι μου διακρίνω μια οπτασία. Όχι, όχι... στην αρχή ήταν οπτασία. Μετά άρχισε να γίνεται διακριτή μια μάλλον ανθρώπινη μορφή. Αν και η φιγούρα δεν μου φάνηκε τελείως άγνωστη, δεν μπόρεσα να την ταυτοποιήσω με βεβαιότητα. Η φωνή πάντως, κυρίως λόγω κάποιων σαρδάμ έμοιαζε με του Γιώργου.
-Ποιος είσαι;, αντίτεινα.
-Είμαι το Πνεύμα των Χριστουγέννων, μου είπε με σαφήνεια και εντελώς θριαμβευτικά.
-..... (έμεινα βουβός). Ποιων Χριστουγέννων; Του 2010;
-Όχι βρε ζώον, μου είπε. Του 09. Αφού δεν έχει φύγει ακόμη το έτος.
-Μα τα Χριστούγεννα πέρασαν. Σε λίγο έχουμε αλλαγή χρόνου.
-Ε, και τι ήθελες να κάνω;, μου απήντησε. Να έρθω νωρίτερα και να χάσω τις αργίες; Ρε Άδη πας καλά;
-Αααα, δηλαδή είσαι το ελληνικό πνεύμα, του είπα.
-Φυσικά.
-Και ήρθες να μου δείξεις τα παρελθόντα Χριστούγεννά μου, υποθέτω, ε;
-Όχι, τα Χριστούγεννα του παρόντος ήρθα να σου δείξω.
-Μισό, τον διέκοψα. Πρώτα με τα του παρελθόντος δεν ξεκινάμε συνήθως;
-Συνήθως ναι, είπε βαριεστημένα. Το θέμα είναι ότι το Πνεύμα του Παρελθόντος για κάποιον λόγο έχει αργήσει και κάναμε μια μικρή αλλαγή στο σενάριο.
-Κατάλαβα, του είπα. Και τι θα μου δείξεις πρώτα;
Και τότε ένοιωσα σα να πετάω.
Αρχικά με πήγε σε ένα φτωχοσόκακο. Κοιτάζοντας προσεκτικά είδα μια μεζονέτα να βρίσκεται περήφανη, η μισή προεξέχοντας μέσα στον υποτιθέμενο δρόμο. Ξάφνου, μια Καγιέν (ή έτσι έμοιαζε) πλησίασε. Ο ιδιοκτήτης της πάτησε ένα κουμπί και άνοιξε η πόρτα του γκαράζ. Μπήκε και πάρκαρε. Ανέβηκε στο σπίτι από την εσωτερική κλίμακα.
-Ψώνισες; ρώτησε η γυναίκα που βρισκόταν στο σαλόνι.
-Ναι αγάπη μου, της απήντησε ο ευγενικός κύριος. Άφησα τον αρακά πάνω στην κουζίνα.
-Τελικά δεν έφτασαν τα λεφτά για γαλοπούλα, ε; τον ρώτησε.
-Όχι καρδιά μου, έπρεπε να πληρώσω τον λογαριασμό του κινητού και τις δόσεις για τις κάρτες οπότε φέτος θα προσποιηθούμε ότι ο αρακάς είναι γαλοπούλα.
-Έχω φάει τα καλύτερά μου χρόνια μαζί σου, και πέρσυ το ίδιο προσποιηθήκαμε, φάνηκε να μουρμουρίζει η γυναίκα, αλλά ο άντρας μάλλον δεν άκουσε. Κάθησε στο αναπαυτικό πουφ και έβγαλε το λουστρίνι. Από μέσα προέβαλλε μια κάλτσα τρύπια σε δύο σημεία: την φτέρνα και το μεγάλο δάκτυλο.
-Αγάπη μου (είπε ο άντρας), μήπως σε πήρε τηλέφωνο ο κυρ-Γιάννης για το ζήτημά μας;
-Ναι, αλλά δεν μου είπε πολλές λεπτομέρειες. Είπε τέλος πάντων ότι θα έχουμε την άδεια του σπιτιού με το νέο έτος. Άντε, μπας και βάλουμε επιτέλους σταθερό τηλέφωνο. Ντροπή. Κέντρο Αθήνας και δεν έχουμε τηλέφωνο εν έτει 2010.
-Δεν φταίει μόνο ο ΟΤΕ καλή μου, φταίνε και οι άλλες εταιρίες που 2010 μετά τη γέννηση του Χριστού δεν έχουν φτιάξει δίκτυα στην Πεντέλη. Σε τι χώρα ζούμε επιτέλους...
-Ποιος είναι ο κυρ-Γιάννης, Πνεύμα;. ρώτησα.
-Και τι σε νοιάζει, Άδη; Έχεις καταλάβει ότι αν δεν κοιτάς τη δική σου δουλειά μπορεί να βρεθείς μπλεγμένος;
-Τι εννοείς, μπλεγμένος, Πνεύμα; Κάτι μου θυμίζει από διαφάνεια εδώ πέρα.
-Αυτά είναι για τους πολιτικοί, Άδη. Δεν σε αφορούν. Και μην μου ζορίζεις τα νεύρα διότι άλλα σε έφερα να δεις.
Και ξαφνικά μεταφερθήκαμε σε κάποιο άλλο σημείο. Είδα μια πολυμελή οικογένεια. Ή μάλλον δεν έμοιαζε και πολύ οικογένεια για να είμαι ειλικρινής. Μάλλον με πολυμελή ομάδα έμοιαζε. Έδειχναν να μένουν σε κάποιο χάλασμα σε περίοδο πολέμου. Ναι, πόλεμος πρέπει να ήταν, αφού δεν έβλεπε φώτα πουθενά.
-Τι είναι αυτοί πνεύμα; ρώτησα.
-Μα πόσο αφελής είσαι επιτέλους Άδη; Δεν βλέπεις ότι είναι μετανάστες;
-Ααααα...
-Για κοίτα πιο προσεκτικά. Έξω από το παράθυρο.
Και κοιτάζοντας παρατήρησα αρκετούς πατριώτες οι οποίοι φώναζαν για τα ανθρώπινα δικαιώματα λέγοντας ότι σημασία δεν έχει το πως ζει κάποιος, αρκεί να ζει, ενώ κάποιοι άλλοι συμπλήρωναν ότι οι μετανάστες είναι φίλοι μας και πρέπει να τους δεχόμαστε όλους ακόμη κι αν δεν έχουμε να τους ταϊσουμε. Εκείνη την στιγμή έφτασαν κάποιοι άλλοι, μάλλον πιο πατριώτες αν κατάλαβα καλά, οι οποίοι φώναζαν ότι οι μετανάστες έχουν φέρει την πανούκλα, τα τσιμπούρια και τις ακριβές τιμές στα σούπερ μάρκετ. Την στιγμή που άρχισαν να πέφτουν κάποιες ψιλές, το Πνεύμα με τράβηξε μέσα προς τους μετανάστες. Παρόλο που δεν γνώριζα τη γλώσσα τους ως διά μαγείας κατάλαβα τι έλεγαν... Ένας έλεγε ότι δεν θα έφευγε από την πατρίδα του αν ήξερε τι θα έβρισκε εδώ, ένας άλλος ότι του την έφερε ο δουλέμπορος που τον έφερε ως εδώ, ενώ μια κυρία κοίταζε το κοριτσάκι της και του συνιστούσε όταν μεγαλώσει να μπει στο δημόσιο.
-Πνεύμα, δεν καταλαβαίνω που το πας.
-Γιατί, καταλαβαίνω εγώ νομίζεις, Άδη; Κάτσε μισό λεπτό να συμβουλευτώ το υπουργικό συμβούλιο... (τρία λεπτά αργότερα ή μάλλον τόσο έμοιαζε)... Τώρα θυμήθηκα, Άδη. Κοίτα πάλι έξω από το παράθυρο και πες μου τι βλέπεις;
-Βλέπω μια τράπεζα, Πνεύμα.
-Και τι άλλο;
-Νομίζω μοιάζει με εκκλησία.
-Και τι άλλο;
-Έχει κάποιους ανθρώπους, Πνεύμα.
-Και τι κάνουν;
-Κάποιοι κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και κάτι κάνουν από κάτω του. Σα να δίνουν και να παίρνουν κάτι.
-Συνέχισε Άδη...
-Ένας άλλος φοράει μια κουκούλα και επιτίθεται σε έναν μύλο. Σε έναν άλλο του επιτίθεται ο μύλος. Και βλέπω κι έναν τρίτο που διακηρύττει ότι για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας φταίνε οι αμερικάνοι.
-Μόνο αυτούς;
-Όχι. Βλέπω κι έναν κουστουμαρισμένο, από καλή οικογένεια φαίνεται, ο οποίος κοιτάζει στο έδαφος.
-Αυτός είναι πολιτικός, Άδη.
-Μπα, έχουμε και πολιτικούς που δεν τολμάνε να κοιτάξουν τον κόσμο στα μάτια; Μπράβο πρόοδος.
-Τα μυαλά σου και μια λίρα. Κοιτάζει στο έδαφος τους ψηφοφόρους του. Δε μου λες, εκείνον μετά τη γωνία τον βλέπεις;
-Τον ρακένδυτο που ψάχνει στα σκουπίδια να φάει εννοείς, Πνεύμα;
-Όχι. Πιο δεξιά.
-Ααα, εκείνον τον φορτωμένο με ψώνια που του έπεσαν μόλις τώρα τρεις πιστωτικές από την κωλότσεπη, λες; Ναι, τον βλέπω.
-Δεν βλέπεις τίποτε άλλο περίεργο πάνω του;, με ρώτησε περιπαιχτικά.
-Βασικά... βλέπω κακία στο πρόσωπό του αλλά δεν είμαι βέβαιος.
-Συνέχισε.
-Δείχνει να μισεί τα πάντα. Μέχρι και τον ίδιον του τον εαυτό.
-Ξέρεις γιατί, Άδη;
-Όχι Πνεύμα, πες μου σε παρακαλώ.
-Διότι έτσι όπως αποφάσισε να χωθεί και να χαθεί μέσα στην ίδιαν του την παρακμή ξέχασε πως είναι να αγαπάς. Για τον άνθρωπο που βλέπεις σημασία έχει το να βρει λεφτά να πληρώσει τις υποχρεώσεις του, πλήθος των οποίων δεν χρειάζεται καν, και όχι το να είναι με τους σωστούς ανθρώπους.
-Υποθέτω, Πνεύμα, ότι ο ίδιος άνθρωπος που δεν αγαπά τους συνανθρώπους του δεν αγαπά και το περιβάλλον γύρω του; Είναι ο ίδιος που καίει τα δέντρα, που αδιαφορεί για τον άστεγο, που κλωτσάει τα σκυλάκια, που χτίζει αυθαίρετα, που υποθηκεύει το μέλλον των παιδιών του;
-Πολύ καλώς Άδη. Πάμε...
Και ξαφνικά, βρέθηκα πάλι να κάθομαι στον καναπέ μου. Παρατήρησα ότι το τσίπουρο δεν είχε κατέβει καθόλου. Θα με πήρε ο ύπνος, σκέφτηκα. Πνεύματα και αηδίες. Και συνέχισα να συλλογίζομαι. Κοίταξα την ώρα: δέκα παρά πέντε. Ιδέα μου θα ήταν πριν, το ρολόι δουλεύει κανονικά. Άκουσα δύο τραγούδια ακόμη, το ένα ήταν Helstar θυμάμαι αμυδρά. Στο τρίτο τραγούδι, ξανακοίταξα το ρολόι: δέκα παρά πέντε. Μα τι διάολο, αφού είναι αυτόματο, σκέφτηκα. Και ξαφνικά μια τεράστια σκιά απλώθηκε πάνω μου. Χλώμιασα.
Η φωνή ήταν απόκοσμη, βαρειά και τραχειά. "Άδη ακόμη ξύνεις τα παπάρια σου;" μου είπε με αυστηρότητα. Πετάχτηκα όρθιος. Το θέαμα ήταν ανατριχιαστικό στο σύνολό του. Η σκιά φορούσε τσαρούχια, είχε θυμιατό στο αριστερό σκελετωμένο χέρι, ενώ το δεξί το είχε στην τσέπη από μια τρύπα της οποίας ξεπρόβαλλε ένα κομπολόι. Πρόσωπο δεν μπόρεσα να διακρύνω διότι το έκρυβε ο κατάμαυρος μανδύας, όπως και το υπόλοιπο σώμα. Η φωνή δεν μου ήταν τελείως άγνωστη αλλά δεν μπόρεσα να την ταυτοποιήσω με βεβαιότητα.
-Δεν με κατάλαβες ποιος είμαι, Άδη;
-Μην σου πω ψέματα, Πνεύμα, αλλά όχι.
-Ο Γιώργος είμαι.
-;; Ποιος Γιώργος; ο ίδιος με πριν;
-Φυσικά. Αφού εκτός από παρόν είμαι και το μέλλον του τόπου.
-Και ήρθες να μου δείξεις τα Χριστούγεννα του μέλλοντος, Πνεύμα;
-Γάτος είσαι δικέ μου.
-Το Πνεύμα του Παρελθόντος αγνοείται ακόμη να υποθέσω;
-Να μην σε νοιάζει. Θα το δεις όταν θα είσαι έτοιμος. Πάμε τώρα, ήρθε η ώρα.
Και με μετέφερε στα γραφεία της Κομισιόν την στιγμή που ξεφόρτωνε ένα φορτηγό το εμπόρευμά του σε προφυλακτικά σε ένα υπόγειο του τεράστιου και επιβλητικού κτιρίου.
-Τι γίνεται εδώ, Πνεύμα; ρώτησα.
-Τίποτε, τίποτε. Λάθος στροφή, είπε. Και ξαναφύγαμε.
Και πήγαμε σε μια πλατεία. Ήταν μεγάλη πλατεία αλλά όχι με πολύ κόσμο.
-Πρόσεχε μην κάτσεις σε καμιά βελόνα, μου είπε. Και κοίτα εκεί. Τι βλέπεις;
-Πριν τον ποταμό ή μετά;
-Πριν.
-Καμιά εικοσαριά νεκρές γάτες και πουλιά. Ποιος τα σκότωσε, Πνεύμα; Αυτοί με τις βελόνες;
-Όχι, Άδη. Το νερό του ποταμού. Είναι δηλητηριασμένο, μου είπε.
-Δεν σε νοώ Πνεύμα.
-Του έχετε πηδήξει τη μαμά του περιβάλλοντος, Άδη. Όλα είναι δηλητηριασμένα πλέον.
-Πως γίνεται αυτό; Αφού εμείς το προσέχουμε το περιβάλλον, του αντίτεινα. Οι Τζι 783 δεν το προσέχουν.
-Η τελευταία μας ευκαιρία ήταν ο Χρυσόγελος και οι Οικολόγοι Πράσινοι, μου απάντησε. Όμαως αγνοείται η τύχη τους από τις εκλογές του 09 κι έπειτα. Θυμάσαι, ήταν τότε που έλεγε ότι δεν θα απέκλειε ακόμη και συνεργασία.
-Ναι, το θυμάμαι. Και όταν του προσεφέρθη είπε όχι.
-Ακριβώς, μου απήντησε. Ε, λοιπόν, έκτοτε αγνοείται. Δεν τον είδαμε ούτε στην διάσκεψη της Κοπεγχάγης, ούτε πουθενά έκτοτε. Κι ως εκ τούτου το κλίμα ήταν που'ταν, το πήρε και το σήκωσε. Και το περιβάλλον μαζί.
-Και δε μου λες, Πνεύμα, αυτό εκεί που βλέπω είναι ποδήλατο;
-Ναι.
-Και γιατί είναι μόνο ένα;
-Διότι προφανώς μόνο ο κάτοχός του είχε λεφτά να πληρώσει τα τέλη κυκλοφορίας, Άδη. Μα πόσο αφελής είσαι επιτέλους; Σε τι κόσμο ζεις; Ποιος νομίζεις ότι μολύνει το περιβάλλον; Τα εργοστάσια; Τα αυτοκίνητα το μολύνουν και τα ποδήλατα, ιδίως τα ποδήλατα.
-Πνεύμα, μου παρουσιάζεις μπερδεμένα πράγματα. Αλλά για αν σε ρωτήσω, εκείνη η κοπέλα που κοιμάται στο κρεβάτι σκεπασμένη με μια σημαία, ποια είναι; Κάτι μου θυμίζει.
-Κανείς δεν θυμάται το όνομά της, αλλά δεν κοιμάται, Άδη. Απλώς δεν έχει πελάτη αυτήν την στιγμή. Όλο και κάποιος θα έρθει όμως.
-Α, είναι πόρνη;
-Όχι ακριβώς. Απλά πρέπει κάπως να ρεφάρει τα χρεωστούμενά της, έτσι αναγκάζεται να πληρώνει σε είδος. Εκεί δίπλα της, βλέπεις κάτι;
-Όχι, Πνεύμα.
-Α, μπράβο.
-Δεν σε κατλαβαίνω, Πνεύμα. Τί είναι αυτό που δεν υπάρχει και το βλέπω;
-Είναι το μέλλον της, Άδη.
-Και πως εξαφανίσθηκε, Πνεύμα;
-Δεν εξαφανίσθηκε, Άδη. Το πήραν οι τράπεζες σε πλειστηριασμό. Πάμε όμως, έχω και άλλα να σου δείξω.
Και με πήγε σε μια αρχοντική βίλλα. Μέσα στο σαλόνι πρέπει να γινόταν κάποιου είδους γιορτή. Είδα πολλούς ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, ντυμένους στην πέννα να τρώνε και να πίνουν και να διασκεδάζουν. Το φαγητό και το ποτό έδιναν και έπαιρναν και επικρατούσε μια ευδαιμονία άνευ προηγουμένου.
-Επιτέλους, Πνεύμα, είπα. Να και μια καλή εικόνα. Ποιοι είναι όμως αυτοί; ρώτησα.
-Είναι αυτοί που δάνειζαν επί χρόνια την κοπέλα που είδες πριν. Ήταν τόσο γάτοι, που κάλυψανμ μέχρι και τις δικές τους τρύπες με τα υπάρχοντα εκείνης της κοπέλας.
-Α, πρόκειται περί λαγωνικών δηλαδή.
-Όχι ακριβώς, μου είπε, αλλά δεν έχει και τόση σημασία. Παρατηρείς κάτι, Άδη;
-Όχι, Πνεύμα.
-Για κοίτα έξω από το αρχοντικό.
-Ωχ, κάτι μου θυμίζουν αυτά τα χαρτιά, είπα.
-Δες τα καλύτερα και πες μου.
-Είναι χαρτιά... ωχχχχ... μα αυτά εχουν ανθρώπους μέσα. Και μοιάζουν ζωντανοί. Κινούνται. Τι είναι αυτά;;;
-Δες τα είπα και πες μου.
-Αυτό εδώ είναι λογαριασμός κινητής. Αυτό εδώ λογαριασμός πιστωτικής. Αυτό εδώ απόδειξη από γνωστό πολυκατάστημα. Αυτό εκεί πέρα εξώδικο για κατάσχεση σπιτιού. Αυτό ανεξόφλητη δόση πασχοδάνειου. Αυτό εκεί κάτω βεβαιωτικό ανεργίας. Αυτό εδώ μηδενική δήλωση εισοδήματος. Μα πόσα είναι επιτέλους, Πνεύμα; Δεν σταματάνε να ξεπροβάλλουν.
-Είναι αμέτρητα. Όσα και τα λάθη του παρελθόντος, Άδη.
-Κατάλαβα. Και ο κόσμος γιατί είναι μέσα σε αυτά;
-Διότι είναι εγλωβισμένος στις επιλογές του, Άδη. Σε επιλογές που δεν τον έσπρωξε κανείς.
-Θες να πεις, Πνεύμα, ότι όλος ο κόσμος είναι πλέον μέσα σε χαρτιά, Πνεύμα;
-Ανέκαθεν ήταν, Άδη. Το θέμα είναι τι είδους ήταν τα χαρτιά αυτά. Ένα χαρτί υγείας για παράδειγμα, ακόμη κι αν ήταν χρησιμοποιημένο ήταν σχετικά αβλαβές. Αν ήταν και ανακυκλωμένο κιόλας, ακόμη καλύτερα.
-Πνεύμα, επί τη ευκαιρία, τα δέντρα που είναι;
-Άδη σε έχει πιάσει η μαλακία βραδιάτικα;
Και εξαφανιστήκαμε. Ξανά-μανά στο σαλόνι μου και τον αγαπημένο μου καναπέ. Μα τι διάολο συμβαίνει; σκέφτηκα. Και πριν προλάβω να δω πόσο τσίπουρο είχε μείνει στο σφηνάκι μου, ξάφνου ακούστηκε τζέρτζελο μέγιστο, λες και γινόταν πανηγύρι μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Γυρνάω και τι να δω: μια ακαθόριστη μορφή που γέλαγε σαρδόνια όλη την ώρα με κλαπατσίμπαλα να κοπανάνε παντού γύρω του.
-Άσε με να μεντέψω, εσύ είσαι το Πνεύμα των Χριστουγέννων του Παρελθόντος, του είπα.
-Φυσικά και είμαι και όπως βλέπεις ήρθα στην ώρα μου!, μου απάντησε.
-Ποια ώρα σου ρε Πνεύμα, πλάκα μου κάνεις;
-Όχι. Πάμε, είπε αυστηρά, αν και διέκρινα και βιασύνη μέσα στην στιγγή φωνή του.
(έγιναν όλα τόσο γρήγορα που δεν μπόρεσα να σκεφτώ τι μου θύμιζε αυτό το Πνεύμα. Ήταν ψιλοχοντρό, ενώ η φωνή του αν και σεμνή και ταπεινή σε κάποιες φάσεις έμοιαζε με του Λιάκουρα).
Και βρεθήκαμε απότομα μέσα σε ένα πυκνό δάσος. Πανέμορφο. Παρθένο.
-Πανέμορφο, ψυθίρισα. Που είμαστε, Πνεύμα;
-Δεν ξέρω, μου είπε. Μάλλον κάπου στον Αμαζόνιο.
-Τι;;; Και τι δουλειά έχουμε να κάνουμε εδώ;
-Δεν ξέρω. Αυτό ήλπιζα να μου πεις κι εσύ, μου είπε.
-Πνεύμα με μπερδεύεις, του είπα. Τι είναι εδώ πέρα;
-Εδώ, Άδη, βρίσκονται οι μυστικές γραφές των Μάγια, μου είπε. Ήρθα να σου δείξω το τέλος του κόσμου που θα λάβει χώρα στις 21-12-2012.
-Το 2012 είναι μετά από 2 χρόνια, Πνεύμα κι εσύ είσαι του παρελθόντος, άρα γιατί μου το δείχνεις;
-Διότι -βλακέντιε- το μέλλον γράφτηκε στο παρελθόν. Δεν το βλέπεις;
-Όχι, Πνεύμα. Βλέπω μόνο δέντρα.
-Αχα! Διότι είσαι αμαθής και δεν ξέρεις να διακρίνεις τας ιεράς γραφάς των Μάγια.
-Οι οποίες δεν υπάρχουν, Πνεύμα.
-Χαζές λεπτομέρειες, Άδη.
-Παρεμπιπτόντως, Πνεύμα, γιατί η καταστροφή να μην γίνει στις 20-10-2010 που είναι και πιο συμμετρικό ως νούμερο;
-Καλή ερώτηση, δεν το είχα σκεφτεί. Μάλλον επειδή δεν το έγραψαν οι Μάγια.
-Μα ούτε το άλλο έγραψαν οι Μάγια.
-Κι εσύ που το ξέρεις, Άδη;
-Μα δεν υπάρχει πουθενά.
-Λεπτομέρειες, Άδη. Όλοι ξέρουν για το 2012 κι αυτό είναι που μετράει, άρα το 2012 είναι σωστό επειδή το πιστεύει ο κόσμος.
-Δηλαδή σα να λέμε, αν κάτι δεν γράφτηκε είναι δεδομένο ότι θα γίνει, Πνεύμα;
-Μα φυσικά, Άδη. Να στο πω πιο απλά: το γεγονός ότι στην αρχαιότητα δεν βρέθηκε τίποτε ξέρεις τι σημαίνει;
-Τι;
-Ότι οι αρχαίοι είχαν κινητά τηλέφωνα. Και σε πληροφορώ ότι αν δεν το πιστεύεις είσαι υποχρεωμένος να αποδείξεις το αντίθετο.
-....
Πάμε...
Και ξαφνικά βρεθήκαμε να πετάμε πάνω από πυραμίδες. Είδα και τον Παρθενώνα. Είδα και γρύπες και κενταύρους. Είδα και τον Αίαντα να γελάει σαν τρελός. Είδα τον Οιδίποδα στο κρεβάτι με τη μάνα του. Είδα τον Οδυσσέα να καθαρίζει το μισό παλάτι, είδα τη Μήδεια να σκοτώνει τα παιδιά της, είδα φιλοσόφους να αναλύουν ότι η γη ήταν το κέντρο του κόσμου, είδα τους Σπαρτιάτες να μην συμμετέχουν σε μάχη επειδή δεν είχε παρέλθει η ιερή μέρα, είδα κατάματα τον Εφιάλτη στα μαύρα του μάτια, είδα μέχρι και τον ατέρμωνα αδελφοκτόνο πελοπονησσιακό πόλεμο.
-Σταματήστε, βροντοφώναξε το Πνεύμα εκνευρισμένο. Μη δίνεις σημασία, Άδη. Πέσαμε σε προπαγάνδα των Σκοπίων -προφανώς χάκερς-, μου είπε φανερά ενοχλημένος. Πάμε πάλι από την αρχή.
Και είδα πυραμίδες. Και στο βάθος τον Παρθενώνα. Και είδα την αρχαία Αθήνα στο κλέος της. και είδα τον Φίλιππο των Μακεδόνων και τον Βρασίδα και τον Θεμιστοκλή και τον Επαμεινώνδα. Και είδα ένδοξες μάχες και να γράφονται τα Έπη.
-Είναι πολύ ωραία όλα αυτά, Πνευμα του είπα. Αλλά και τα πρώτα ελληνικά δεν ήταν;
-Τι σε νοιάζει τι ήταν;, μου απάντησε.
-Μα αν δεν είχαν υπάρξει τα πρώτα πως θα είχαν γίνει τα δεύτερα; του είπα. Θα ήταν χαζό να το πιστεύουμε...
-Έχεις βάλει σκοπό να με εκνευρίσεις, Άδη. Που διάολο έμαθες ιστορία, από την Ρεπούση ρε πούστη, είπε φανερά ενοχλημένος (έως και αηδιασμένος);
-Όχι Πνεύμα. Από μόνος μου. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι αφού δεν έμαθα στο σχολείο έπρεπε να μάθω μόνος μου.
-Και δεν διαβάζεις Σίτσιν;
-Όχι.
-Λιακόπουλο και Γεωργιάδη;
-Μπαααα...
-Κεραμυδά;
-Απαπαπα....
-Ε, τότε τι ιστορία ξέρεις ρε Άδη; Χέσε μας επιτέλους από 'δώ πέρα εσύ και τα μυαλά σου... Πάμε...
Και με πήγε σε μια λαοθάλασσα η οποία είχε πράσινο χρώμα.
-Βλέπεις; μου είπε. Ιδού οι εγκληματίες του ΠΑΣΟΚ. Αυτοί χαντάκωσαν τη χώρα.
-Δεν μου είχε περάσει από το μυαλό, Πνεύμα. Δηλαδή αυτοί φταίνε για όλα τα δεινά του τόπου;
-Φυσικά.
-Ντάξει, μην λέμε ό,τι θέλουμε όμως. Και οι άλλοι τα ίδια σκατά είναι.
-Α, βλέπω ασχολείσαι και με πολιτική Άδη παρατήρησε ελαφρά απηυδησμένος.
-Το κατά δύναμιν, Πνεύμα. Ότι μου πλασάρει η τηλεόραση και οι εφημερίδες δηλαδή, μη νομίζεις ότι καταβάλω και καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια.
-Με εκνευρίζεις. Εγώ άλλα ήρθανα σου δείξω αλλά τα νοήματα σου διαφεύγουν, Άδη.
-Και ποια είναι αυτά, Πνεύμα;
-Ότι για όλα φταίνε οι άλλοι, Άδη. Πόσο χαζός είσαι για να μην μπορείς να το καταλάβεις; Είμαστε μια χώωρα ζάπλουτη σε ιστορία και παρακαταθήκες. Τι θέλουμε λοιπόν τα εγκώσμια; Το λέει και η εκκλησία άλλωστε. Μπορούμε να ζήσουμε με το παρελθόν και μόνο. Δεν είδες πόσο καλούς Ολυμπιακούς Αγώνες κάναμε;
-Δεν σε πιάνω, Πνεύμα.
-Αφού είσαι βλαξ, που να καταλάβεις; Είσαι καλός πολίτης, Άδη;
-Νομίζω πως ναι, Πνεύμα. Γιατί ρωτάς.
-Διότι ο καλός πολίτης Άδη πρέπει να τρώει αμάσητα όσα του πλασάρουν. Πολιτικοί τε και επιφανείς της τηλεοπτικής δημοσίου ζωής. Όσα ξέρουμε εμείς όλοι δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος. Και να μην ακούς βλακείες όπως της Ρεπούση.
-Μα όντως δεν ακούω βλακείες. Ούτε Ρεπούση, ούτε Λιάκουρα φερ'ειπείν.
-Μην βλασφημείς. Αν έβλεπες Λιάκουρα θα είχες ήδη προμηθευτεί το βιβλίο σχετικά με την καταστροφή του κόσμου το 2012 μέσα στο οποίο υπάρχει έως και οδηγός επιβίωσης.
-Δηλαδή τι οδηγός επιβίωσης, Πνεύμα; Μπαίνουμε στο προσωπικό μας σκάφος και διαφεύγουμε ή μπαίνουμε για 100 χρόνια στην κούφια γη; Μην με κάνεις να γελάω.
-Συνεχίζεις να βλασφημείς, Άδη. Γι'αυτό όλοι οι αρχαίοι θεοί σαν του λόγου σου έχουν πεθάνει εδώ και χιλιάδες χρόνια στις καρδιές των ανθρώπων και ζουν μόνο σε βιβλία μέσα.
-Δεν μου φαίνομαι και πολύ ψόφιος, Πνεύμα, αλλά συνέχισε με τον συλλογισμό σου.
-Ναι, πλατειάσαμε. Έλεγα λοιπόν ότι πρέπει να ζεις με το παρελθόν που είναι ένδοξο. Και πιο συγκεκριμένα, μόνο με το ένδοξο παρελθόν και όχι τις σκοπιανές προπαγάνδες. Δεν υπήρχε ομοφυλοφυλία στην αρχαιότητα, ακούς;;; Και να μην ξεχνάς ότι ο Χριστός ήταν Έλληνας και μίλαγε ελληνικά και αγαπούσε τους Έλληνες. Είχε έρθει και στην Ελλάδα κιόλας.
-Πνεύμα, θα με κουφάνεις τελείως; Πότε είχε έρθει ο Χριστός στην Ελλάδα; Και τι σχέση έχει ο Χριστός με όλα αυτά επιτέλους;
-Όλα έχουν σχέση, Άδη. Τι σου προσφέρει ο Ηράκλειτος κι ο Πλάτωνας φερ'ειπείν που δεν σου προσφέρει ο Σίτσιν; Τι σημασία έχει το ποιος ήταν ο Χριστός αν δεν πιστεύεις αυτά που σου λένε ότι ήταν; Γιατί να μην πιστέψεις ότι τα παίρνουν οι άλλοι προκειμένου να τα παίρνουμε κι εμείς κάτω από τη μύτη σου; Για ποιον λόγο να διαβάσεις αρχαίους φιλοσόφους όταν αρκεί να αφήσεις μια γεννειάδα; Το παρελθόν είναι αυτό που φτιάχνει το παρόν και κατ' επέκτασιν και το μέλλον.
-Συμφωνώ επιτέλους αν και μόνο στο τελευταίο, Πνεύμα. Όμως εγώ δεν είδα πράγματα που να μου άρεσαν. Αυτά δεν αλλάζουν;
-Φυσικά και αλλάζουν, Άδη. Πρέπει να πετάξεις όμως. Όχι να είσαι στον καναπέ. με πορδές αβγά δε βάφονται όπως λέει και ο θυμόσοφος ελληνικός λαός. Και υπάρχουν δύο εκδοχές: η μία είναι να τρως το κουτόχορτο, να ασχολείσαι με την επιστημονική φαντασία αντί της ιστορίας, να πιστεύεις ότι φταίνει πάντα μόνο οι άλλοι, να θεωρείς ότι μίζες παίρνουν μόνο οι από 'κει, να συμφωνείς ότι οι πιο μικροί είναι πεντακάθαροι και ιδεολόγοι, να θεωρείς ότι μερικά δέντρα μείον δεν είναι και πολύ κακό, να βλέπεις παντού συνωμοσίες. Κοινώς, να μην είσδαι πνεύμα αντιλογίας και να συντάσσεσαι με τις επιταγές των καιροί.
-Και η άλλη εκδοχή; Αυτή που μπορεί να αλλάξει το μέλλον, Πνεύμα;
-Η άλλη εκδοχή θέλει κόπο, ιδρώτα και δουλειά, Άδη.
-Εννοείς να βγούμε έξω και να τα σπάσουμε όλα όπως πέρσυ τον Δεκέμβρη; Να κατεβαίνουμε σε διαδηλώσεις; Να τα χώνουμε στο διαδίκτυο; Ναι, Πνεύμα, γουστάρω.
-Όπως είπα, με πορδές αβγά δε βάφονται, Άδη... Σε αφήνω, ελπίζω σοφότερο...
.....
Δεν ξέρω αν τα Πνεύματα κατάφεραν να με κάνουν καλύτερο άνθρωπο, ξέρω όμως ότι κατάφεραν να με κάνουν να νοιώσω χειρότερος θεός αφού αναλογήστηκα όχι μόνο το χρέος μου αλλά και την ατομική μου συμβολή σε όλα αυτά.
Τελικά όμως όταν το ξανασκέφτηκα συνειδητοποίησα ακράδαντα ότι μάλλον έφταιγε το τσίπουρο, ήτοι το Οινόπνευμα των Χριστουγέννων.
Καλή χρονιά σε όλους εύχομαι και είθε να μας μπει με υγεία, αγάπη κι ευτυχία και με το καλό.
Καθώς συλλογίζομαι διάφορα -πάλι καλά που δεν έχει χτυπήσει το κινητό καθόλου, ανάθεμα την τεχνολογία ώρες, ώρες- ένα εκ των οποίων και το πόσα λίγα (απελπιστικά λίγα) παιδάκια βγαίνουν για τα κάλαντα εδώ και χρόνια (η πλειοψηφία των οποίων μετά γονεϊκής συνοδείος -αττική σύνταξις) συνειδητοποιώ ένα μικρό τρεμόπαιγμα στα φώτα. Ασυναίσθητα κοιτάζω το ρολόι: δείχνει εννιά και τέταρτο το βράδυ. Λίγη ώρα μετά, άλλο ένα τρεμόπαιγμα. Ξανακοιτάζω ασυναίσθητα το ρολόι: οκτώ και είκοσι. Ωχ, χάλασε, συλλογίζομαι. Ώσπου ξάφνου ακούγεται μια φωνή ωσάν από το υπερπέραν, αλλά πολύ κοντινή μου:
"Τι χάλασε βρε ζώον, για κοίτα πίσω σου, τρεις ώρες είμαι εδώ και δεν έχεις πάρει πρέφα..."
Σηκώνομαι έντρομος και καθώς στρέφω το κεφάλι μου διακρίνω μια οπτασία. Όχι, όχι... στην αρχή ήταν οπτασία. Μετά άρχισε να γίνεται διακριτή μια μάλλον ανθρώπινη μορφή. Αν και η φιγούρα δεν μου φάνηκε τελείως άγνωστη, δεν μπόρεσα να την ταυτοποιήσω με βεβαιότητα. Η φωνή πάντως, κυρίως λόγω κάποιων σαρδάμ έμοιαζε με του Γιώργου.
-Ποιος είσαι;, αντίτεινα.
-Είμαι το Πνεύμα των Χριστουγέννων, μου είπε με σαφήνεια και εντελώς θριαμβευτικά.
-..... (έμεινα βουβός). Ποιων Χριστουγέννων; Του 2010;
-Όχι βρε ζώον, μου είπε. Του 09. Αφού δεν έχει φύγει ακόμη το έτος.
-Μα τα Χριστούγεννα πέρασαν. Σε λίγο έχουμε αλλαγή χρόνου.
-Ε, και τι ήθελες να κάνω;, μου απήντησε. Να έρθω νωρίτερα και να χάσω τις αργίες; Ρε Άδη πας καλά;
-Αααα, δηλαδή είσαι το ελληνικό πνεύμα, του είπα.
-Φυσικά.
-Και ήρθες να μου δείξεις τα παρελθόντα Χριστούγεννά μου, υποθέτω, ε;
-Όχι, τα Χριστούγεννα του παρόντος ήρθα να σου δείξω.
-Μισό, τον διέκοψα. Πρώτα με τα του παρελθόντος δεν ξεκινάμε συνήθως;
-Συνήθως ναι, είπε βαριεστημένα. Το θέμα είναι ότι το Πνεύμα του Παρελθόντος για κάποιον λόγο έχει αργήσει και κάναμε μια μικρή αλλαγή στο σενάριο.
-Κατάλαβα, του είπα. Και τι θα μου δείξεις πρώτα;
Και τότε ένοιωσα σα να πετάω.
Αρχικά με πήγε σε ένα φτωχοσόκακο. Κοιτάζοντας προσεκτικά είδα μια μεζονέτα να βρίσκεται περήφανη, η μισή προεξέχοντας μέσα στον υποτιθέμενο δρόμο. Ξάφνου, μια Καγιέν (ή έτσι έμοιαζε) πλησίασε. Ο ιδιοκτήτης της πάτησε ένα κουμπί και άνοιξε η πόρτα του γκαράζ. Μπήκε και πάρκαρε. Ανέβηκε στο σπίτι από την εσωτερική κλίμακα.
-Ψώνισες; ρώτησε η γυναίκα που βρισκόταν στο σαλόνι.
-Ναι αγάπη μου, της απήντησε ο ευγενικός κύριος. Άφησα τον αρακά πάνω στην κουζίνα.
-Τελικά δεν έφτασαν τα λεφτά για γαλοπούλα, ε; τον ρώτησε.
-Όχι καρδιά μου, έπρεπε να πληρώσω τον λογαριασμό του κινητού και τις δόσεις για τις κάρτες οπότε φέτος θα προσποιηθούμε ότι ο αρακάς είναι γαλοπούλα.
-Έχω φάει τα καλύτερά μου χρόνια μαζί σου, και πέρσυ το ίδιο προσποιηθήκαμε, φάνηκε να μουρμουρίζει η γυναίκα, αλλά ο άντρας μάλλον δεν άκουσε. Κάθησε στο αναπαυτικό πουφ και έβγαλε το λουστρίνι. Από μέσα προέβαλλε μια κάλτσα τρύπια σε δύο σημεία: την φτέρνα και το μεγάλο δάκτυλο.
-Αγάπη μου (είπε ο άντρας), μήπως σε πήρε τηλέφωνο ο κυρ-Γιάννης για το ζήτημά μας;
-Ναι, αλλά δεν μου είπε πολλές λεπτομέρειες. Είπε τέλος πάντων ότι θα έχουμε την άδεια του σπιτιού με το νέο έτος. Άντε, μπας και βάλουμε επιτέλους σταθερό τηλέφωνο. Ντροπή. Κέντρο Αθήνας και δεν έχουμε τηλέφωνο εν έτει 2010.
-Δεν φταίει μόνο ο ΟΤΕ καλή μου, φταίνε και οι άλλες εταιρίες που 2010 μετά τη γέννηση του Χριστού δεν έχουν φτιάξει δίκτυα στην Πεντέλη. Σε τι χώρα ζούμε επιτέλους...
-Ποιος είναι ο κυρ-Γιάννης, Πνεύμα;. ρώτησα.
-Και τι σε νοιάζει, Άδη; Έχεις καταλάβει ότι αν δεν κοιτάς τη δική σου δουλειά μπορεί να βρεθείς μπλεγμένος;
-Τι εννοείς, μπλεγμένος, Πνεύμα; Κάτι μου θυμίζει από διαφάνεια εδώ πέρα.
-Αυτά είναι για τους πολιτικοί, Άδη. Δεν σε αφορούν. Και μην μου ζορίζεις τα νεύρα διότι άλλα σε έφερα να δεις.
Και ξαφνικά μεταφερθήκαμε σε κάποιο άλλο σημείο. Είδα μια πολυμελή οικογένεια. Ή μάλλον δεν έμοιαζε και πολύ οικογένεια για να είμαι ειλικρινής. Μάλλον με πολυμελή ομάδα έμοιαζε. Έδειχναν να μένουν σε κάποιο χάλασμα σε περίοδο πολέμου. Ναι, πόλεμος πρέπει να ήταν, αφού δεν έβλεπε φώτα πουθενά.
-Τι είναι αυτοί πνεύμα; ρώτησα.
-Μα πόσο αφελής είσαι επιτέλους Άδη; Δεν βλέπεις ότι είναι μετανάστες;
-Ααααα...
-Για κοίτα πιο προσεκτικά. Έξω από το παράθυρο.
Και κοιτάζοντας παρατήρησα αρκετούς πατριώτες οι οποίοι φώναζαν για τα ανθρώπινα δικαιώματα λέγοντας ότι σημασία δεν έχει το πως ζει κάποιος, αρκεί να ζει, ενώ κάποιοι άλλοι συμπλήρωναν ότι οι μετανάστες είναι φίλοι μας και πρέπει να τους δεχόμαστε όλους ακόμη κι αν δεν έχουμε να τους ταϊσουμε. Εκείνη την στιγμή έφτασαν κάποιοι άλλοι, μάλλον πιο πατριώτες αν κατάλαβα καλά, οι οποίοι φώναζαν ότι οι μετανάστες έχουν φέρει την πανούκλα, τα τσιμπούρια και τις ακριβές τιμές στα σούπερ μάρκετ. Την στιγμή που άρχισαν να πέφτουν κάποιες ψιλές, το Πνεύμα με τράβηξε μέσα προς τους μετανάστες. Παρόλο που δεν γνώριζα τη γλώσσα τους ως διά μαγείας κατάλαβα τι έλεγαν... Ένας έλεγε ότι δεν θα έφευγε από την πατρίδα του αν ήξερε τι θα έβρισκε εδώ, ένας άλλος ότι του την έφερε ο δουλέμπορος που τον έφερε ως εδώ, ενώ μια κυρία κοίταζε το κοριτσάκι της και του συνιστούσε όταν μεγαλώσει να μπει στο δημόσιο.
-Πνεύμα, δεν καταλαβαίνω που το πας.
-Γιατί, καταλαβαίνω εγώ νομίζεις, Άδη; Κάτσε μισό λεπτό να συμβουλευτώ το υπουργικό συμβούλιο... (τρία λεπτά αργότερα ή μάλλον τόσο έμοιαζε)... Τώρα θυμήθηκα, Άδη. Κοίτα πάλι έξω από το παράθυρο και πες μου τι βλέπεις;
-Βλέπω μια τράπεζα, Πνεύμα.
-Και τι άλλο;
-Νομίζω μοιάζει με εκκλησία.
-Και τι άλλο;
-Έχει κάποιους ανθρώπους, Πνεύμα.
-Και τι κάνουν;
-Κάποιοι κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και κάτι κάνουν από κάτω του. Σα να δίνουν και να παίρνουν κάτι.
-Συνέχισε Άδη...
-Ένας άλλος φοράει μια κουκούλα και επιτίθεται σε έναν μύλο. Σε έναν άλλο του επιτίθεται ο μύλος. Και βλέπω κι έναν τρίτο που διακηρύττει ότι για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας φταίνε οι αμερικάνοι.
-Μόνο αυτούς;
-Όχι. Βλέπω κι έναν κουστουμαρισμένο, από καλή οικογένεια φαίνεται, ο οποίος κοιτάζει στο έδαφος.
-Αυτός είναι πολιτικός, Άδη.
-Μπα, έχουμε και πολιτικούς που δεν τολμάνε να κοιτάξουν τον κόσμο στα μάτια; Μπράβο πρόοδος.
-Τα μυαλά σου και μια λίρα. Κοιτάζει στο έδαφος τους ψηφοφόρους του. Δε μου λες, εκείνον μετά τη γωνία τον βλέπεις;
-Τον ρακένδυτο που ψάχνει στα σκουπίδια να φάει εννοείς, Πνεύμα;
-Όχι. Πιο δεξιά.
-Ααα, εκείνον τον φορτωμένο με ψώνια που του έπεσαν μόλις τώρα τρεις πιστωτικές από την κωλότσεπη, λες; Ναι, τον βλέπω.
-Δεν βλέπεις τίποτε άλλο περίεργο πάνω του;, με ρώτησε περιπαιχτικά.
-Βασικά... βλέπω κακία στο πρόσωπό του αλλά δεν είμαι βέβαιος.
-Συνέχισε.
-Δείχνει να μισεί τα πάντα. Μέχρι και τον ίδιον του τον εαυτό.
-Ξέρεις γιατί, Άδη;
-Όχι Πνεύμα, πες μου σε παρακαλώ.
-Διότι έτσι όπως αποφάσισε να χωθεί και να χαθεί μέσα στην ίδιαν του την παρακμή ξέχασε πως είναι να αγαπάς. Για τον άνθρωπο που βλέπεις σημασία έχει το να βρει λεφτά να πληρώσει τις υποχρεώσεις του, πλήθος των οποίων δεν χρειάζεται καν, και όχι το να είναι με τους σωστούς ανθρώπους.
-Υποθέτω, Πνεύμα, ότι ο ίδιος άνθρωπος που δεν αγαπά τους συνανθρώπους του δεν αγαπά και το περιβάλλον γύρω του; Είναι ο ίδιος που καίει τα δέντρα, που αδιαφορεί για τον άστεγο, που κλωτσάει τα σκυλάκια, που χτίζει αυθαίρετα, που υποθηκεύει το μέλλον των παιδιών του;
-Πολύ καλώς Άδη. Πάμε...
Και ξαφνικά, βρέθηκα πάλι να κάθομαι στον καναπέ μου. Παρατήρησα ότι το τσίπουρο δεν είχε κατέβει καθόλου. Θα με πήρε ο ύπνος, σκέφτηκα. Πνεύματα και αηδίες. Και συνέχισα να συλλογίζομαι. Κοίταξα την ώρα: δέκα παρά πέντε. Ιδέα μου θα ήταν πριν, το ρολόι δουλεύει κανονικά. Άκουσα δύο τραγούδια ακόμη, το ένα ήταν Helstar θυμάμαι αμυδρά. Στο τρίτο τραγούδι, ξανακοίταξα το ρολόι: δέκα παρά πέντε. Μα τι διάολο, αφού είναι αυτόματο, σκέφτηκα. Και ξαφνικά μια τεράστια σκιά απλώθηκε πάνω μου. Χλώμιασα.
Η φωνή ήταν απόκοσμη, βαρειά και τραχειά. "Άδη ακόμη ξύνεις τα παπάρια σου;" μου είπε με αυστηρότητα. Πετάχτηκα όρθιος. Το θέαμα ήταν ανατριχιαστικό στο σύνολό του. Η σκιά φορούσε τσαρούχια, είχε θυμιατό στο αριστερό σκελετωμένο χέρι, ενώ το δεξί το είχε στην τσέπη από μια τρύπα της οποίας ξεπρόβαλλε ένα κομπολόι. Πρόσωπο δεν μπόρεσα να διακρύνω διότι το έκρυβε ο κατάμαυρος μανδύας, όπως και το υπόλοιπο σώμα. Η φωνή δεν μου ήταν τελείως άγνωστη αλλά δεν μπόρεσα να την ταυτοποιήσω με βεβαιότητα.
-Δεν με κατάλαβες ποιος είμαι, Άδη;
-Μην σου πω ψέματα, Πνεύμα, αλλά όχι.
-Ο Γιώργος είμαι.
-;; Ποιος Γιώργος; ο ίδιος με πριν;
-Φυσικά. Αφού εκτός από παρόν είμαι και το μέλλον του τόπου.
-Και ήρθες να μου δείξεις τα Χριστούγεννα του μέλλοντος, Πνεύμα;
-Γάτος είσαι δικέ μου.
-Το Πνεύμα του Παρελθόντος αγνοείται ακόμη να υποθέσω;
-Να μην σε νοιάζει. Θα το δεις όταν θα είσαι έτοιμος. Πάμε τώρα, ήρθε η ώρα.
Και με μετέφερε στα γραφεία της Κομισιόν την στιγμή που ξεφόρτωνε ένα φορτηγό το εμπόρευμά του σε προφυλακτικά σε ένα υπόγειο του τεράστιου και επιβλητικού κτιρίου.
-Τι γίνεται εδώ, Πνεύμα; ρώτησα.
-Τίποτε, τίποτε. Λάθος στροφή, είπε. Και ξαναφύγαμε.
Και πήγαμε σε μια πλατεία. Ήταν μεγάλη πλατεία αλλά όχι με πολύ κόσμο.
-Πρόσεχε μην κάτσεις σε καμιά βελόνα, μου είπε. Και κοίτα εκεί. Τι βλέπεις;
-Πριν τον ποταμό ή μετά;
-Πριν.
-Καμιά εικοσαριά νεκρές γάτες και πουλιά. Ποιος τα σκότωσε, Πνεύμα; Αυτοί με τις βελόνες;
-Όχι, Άδη. Το νερό του ποταμού. Είναι δηλητηριασμένο, μου είπε.
-Δεν σε νοώ Πνεύμα.
-Του έχετε πηδήξει τη μαμά του περιβάλλοντος, Άδη. Όλα είναι δηλητηριασμένα πλέον.
-Πως γίνεται αυτό; Αφού εμείς το προσέχουμε το περιβάλλον, του αντίτεινα. Οι Τζι 783 δεν το προσέχουν.
-Η τελευταία μας ευκαιρία ήταν ο Χρυσόγελος και οι Οικολόγοι Πράσινοι, μου απάντησε. Όμαως αγνοείται η τύχη τους από τις εκλογές του 09 κι έπειτα. Θυμάσαι, ήταν τότε που έλεγε ότι δεν θα απέκλειε ακόμη και συνεργασία.
-Ναι, το θυμάμαι. Και όταν του προσεφέρθη είπε όχι.
-Ακριβώς, μου απήντησε. Ε, λοιπόν, έκτοτε αγνοείται. Δεν τον είδαμε ούτε στην διάσκεψη της Κοπεγχάγης, ούτε πουθενά έκτοτε. Κι ως εκ τούτου το κλίμα ήταν που'ταν, το πήρε και το σήκωσε. Και το περιβάλλον μαζί.
-Και δε μου λες, Πνεύμα, αυτό εκεί που βλέπω είναι ποδήλατο;
-Ναι.
-Και γιατί είναι μόνο ένα;
-Διότι προφανώς μόνο ο κάτοχός του είχε λεφτά να πληρώσει τα τέλη κυκλοφορίας, Άδη. Μα πόσο αφελής είσαι επιτέλους; Σε τι κόσμο ζεις; Ποιος νομίζεις ότι μολύνει το περιβάλλον; Τα εργοστάσια; Τα αυτοκίνητα το μολύνουν και τα ποδήλατα, ιδίως τα ποδήλατα.
-Πνεύμα, μου παρουσιάζεις μπερδεμένα πράγματα. Αλλά για αν σε ρωτήσω, εκείνη η κοπέλα που κοιμάται στο κρεβάτι σκεπασμένη με μια σημαία, ποια είναι; Κάτι μου θυμίζει.
-Κανείς δεν θυμάται το όνομά της, αλλά δεν κοιμάται, Άδη. Απλώς δεν έχει πελάτη αυτήν την στιγμή. Όλο και κάποιος θα έρθει όμως.
-Α, είναι πόρνη;
-Όχι ακριβώς. Απλά πρέπει κάπως να ρεφάρει τα χρεωστούμενά της, έτσι αναγκάζεται να πληρώνει σε είδος. Εκεί δίπλα της, βλέπεις κάτι;
-Όχι, Πνεύμα.
-Α, μπράβο.
-Δεν σε κατλαβαίνω, Πνεύμα. Τί είναι αυτό που δεν υπάρχει και το βλέπω;
-Είναι το μέλλον της, Άδη.
-Και πως εξαφανίσθηκε, Πνεύμα;
-Δεν εξαφανίσθηκε, Άδη. Το πήραν οι τράπεζες σε πλειστηριασμό. Πάμε όμως, έχω και άλλα να σου δείξω.
Και με πήγε σε μια αρχοντική βίλλα. Μέσα στο σαλόνι πρέπει να γινόταν κάποιου είδους γιορτή. Είδα πολλούς ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, ντυμένους στην πέννα να τρώνε και να πίνουν και να διασκεδάζουν. Το φαγητό και το ποτό έδιναν και έπαιρναν και επικρατούσε μια ευδαιμονία άνευ προηγουμένου.
-Επιτέλους, Πνεύμα, είπα. Να και μια καλή εικόνα. Ποιοι είναι όμως αυτοί; ρώτησα.
-Είναι αυτοί που δάνειζαν επί χρόνια την κοπέλα που είδες πριν. Ήταν τόσο γάτοι, που κάλυψανμ μέχρι και τις δικές τους τρύπες με τα υπάρχοντα εκείνης της κοπέλας.
-Α, πρόκειται περί λαγωνικών δηλαδή.
-Όχι ακριβώς, μου είπε, αλλά δεν έχει και τόση σημασία. Παρατηρείς κάτι, Άδη;
-Όχι, Πνεύμα.
-Για κοίτα έξω από το αρχοντικό.
-Ωχ, κάτι μου θυμίζουν αυτά τα χαρτιά, είπα.
-Δες τα καλύτερα και πες μου.
-Είναι χαρτιά... ωχχχχ... μα αυτά εχουν ανθρώπους μέσα. Και μοιάζουν ζωντανοί. Κινούνται. Τι είναι αυτά;;;
-Δες τα είπα και πες μου.
-Αυτό εδώ είναι λογαριασμός κινητής. Αυτό εδώ λογαριασμός πιστωτικής. Αυτό εδώ απόδειξη από γνωστό πολυκατάστημα. Αυτό εκεί πέρα εξώδικο για κατάσχεση σπιτιού. Αυτό ανεξόφλητη δόση πασχοδάνειου. Αυτό εκεί κάτω βεβαιωτικό ανεργίας. Αυτό εδώ μηδενική δήλωση εισοδήματος. Μα πόσα είναι επιτέλους, Πνεύμα; Δεν σταματάνε να ξεπροβάλλουν.
-Είναι αμέτρητα. Όσα και τα λάθη του παρελθόντος, Άδη.
-Κατάλαβα. Και ο κόσμος γιατί είναι μέσα σε αυτά;
-Διότι είναι εγλωβισμένος στις επιλογές του, Άδη. Σε επιλογές που δεν τον έσπρωξε κανείς.
-Θες να πεις, Πνεύμα, ότι όλος ο κόσμος είναι πλέον μέσα σε χαρτιά, Πνεύμα;
-Ανέκαθεν ήταν, Άδη. Το θέμα είναι τι είδους ήταν τα χαρτιά αυτά. Ένα χαρτί υγείας για παράδειγμα, ακόμη κι αν ήταν χρησιμοποιημένο ήταν σχετικά αβλαβές. Αν ήταν και ανακυκλωμένο κιόλας, ακόμη καλύτερα.
-Πνεύμα, επί τη ευκαιρία, τα δέντρα που είναι;
-Άδη σε έχει πιάσει η μαλακία βραδιάτικα;
Και εξαφανιστήκαμε. Ξανά-μανά στο σαλόνι μου και τον αγαπημένο μου καναπέ. Μα τι διάολο συμβαίνει; σκέφτηκα. Και πριν προλάβω να δω πόσο τσίπουρο είχε μείνει στο σφηνάκι μου, ξάφνου ακούστηκε τζέρτζελο μέγιστο, λες και γινόταν πανηγύρι μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Γυρνάω και τι να δω: μια ακαθόριστη μορφή που γέλαγε σαρδόνια όλη την ώρα με κλαπατσίμπαλα να κοπανάνε παντού γύρω του.
-Άσε με να μεντέψω, εσύ είσαι το Πνεύμα των Χριστουγέννων του Παρελθόντος, του είπα.
-Φυσικά και είμαι και όπως βλέπεις ήρθα στην ώρα μου!, μου απάντησε.
-Ποια ώρα σου ρε Πνεύμα, πλάκα μου κάνεις;
-Όχι. Πάμε, είπε αυστηρά, αν και διέκρινα και βιασύνη μέσα στην στιγγή φωνή του.
(έγιναν όλα τόσο γρήγορα που δεν μπόρεσα να σκεφτώ τι μου θύμιζε αυτό το Πνεύμα. Ήταν ψιλοχοντρό, ενώ η φωνή του αν και σεμνή και ταπεινή σε κάποιες φάσεις έμοιαζε με του Λιάκουρα).
Και βρεθήκαμε απότομα μέσα σε ένα πυκνό δάσος. Πανέμορφο. Παρθένο.
-Πανέμορφο, ψυθίρισα. Που είμαστε, Πνεύμα;
-Δεν ξέρω, μου είπε. Μάλλον κάπου στον Αμαζόνιο.
-Τι;;; Και τι δουλειά έχουμε να κάνουμε εδώ;
-Δεν ξέρω. Αυτό ήλπιζα να μου πεις κι εσύ, μου είπε.
-Πνεύμα με μπερδεύεις, του είπα. Τι είναι εδώ πέρα;
-Εδώ, Άδη, βρίσκονται οι μυστικές γραφές των Μάγια, μου είπε. Ήρθα να σου δείξω το τέλος του κόσμου που θα λάβει χώρα στις 21-12-2012.
-Το 2012 είναι μετά από 2 χρόνια, Πνεύμα κι εσύ είσαι του παρελθόντος, άρα γιατί μου το δείχνεις;
-Διότι -βλακέντιε- το μέλλον γράφτηκε στο παρελθόν. Δεν το βλέπεις;
-Όχι, Πνεύμα. Βλέπω μόνο δέντρα.
-Αχα! Διότι είσαι αμαθής και δεν ξέρεις να διακρίνεις τας ιεράς γραφάς των Μάγια.
-Οι οποίες δεν υπάρχουν, Πνεύμα.
-Χαζές λεπτομέρειες, Άδη.
-Παρεμπιπτόντως, Πνεύμα, γιατί η καταστροφή να μην γίνει στις 20-10-2010 που είναι και πιο συμμετρικό ως νούμερο;
-Καλή ερώτηση, δεν το είχα σκεφτεί. Μάλλον επειδή δεν το έγραψαν οι Μάγια.
-Μα ούτε το άλλο έγραψαν οι Μάγια.
-Κι εσύ που το ξέρεις, Άδη;
-Μα δεν υπάρχει πουθενά.
-Λεπτομέρειες, Άδη. Όλοι ξέρουν για το 2012 κι αυτό είναι που μετράει, άρα το 2012 είναι σωστό επειδή το πιστεύει ο κόσμος.
-Δηλαδή σα να λέμε, αν κάτι δεν γράφτηκε είναι δεδομένο ότι θα γίνει, Πνεύμα;
-Μα φυσικά, Άδη. Να στο πω πιο απλά: το γεγονός ότι στην αρχαιότητα δεν βρέθηκε τίποτε ξέρεις τι σημαίνει;
-Τι;
-Ότι οι αρχαίοι είχαν κινητά τηλέφωνα. Και σε πληροφορώ ότι αν δεν το πιστεύεις είσαι υποχρεωμένος να αποδείξεις το αντίθετο.
-....
Πάμε...
Και ξαφνικά βρεθήκαμε να πετάμε πάνω από πυραμίδες. Είδα και τον Παρθενώνα. Είδα και γρύπες και κενταύρους. Είδα και τον Αίαντα να γελάει σαν τρελός. Είδα τον Οιδίποδα στο κρεβάτι με τη μάνα του. Είδα τον Οδυσσέα να καθαρίζει το μισό παλάτι, είδα τη Μήδεια να σκοτώνει τα παιδιά της, είδα φιλοσόφους να αναλύουν ότι η γη ήταν το κέντρο του κόσμου, είδα τους Σπαρτιάτες να μην συμμετέχουν σε μάχη επειδή δεν είχε παρέλθει η ιερή μέρα, είδα κατάματα τον Εφιάλτη στα μαύρα του μάτια, είδα μέχρι και τον ατέρμωνα αδελφοκτόνο πελοπονησσιακό πόλεμο.
-Σταματήστε, βροντοφώναξε το Πνεύμα εκνευρισμένο. Μη δίνεις σημασία, Άδη. Πέσαμε σε προπαγάνδα των Σκοπίων -προφανώς χάκερς-, μου είπε φανερά ενοχλημένος. Πάμε πάλι από την αρχή.
Και είδα πυραμίδες. Και στο βάθος τον Παρθενώνα. Και είδα την αρχαία Αθήνα στο κλέος της. και είδα τον Φίλιππο των Μακεδόνων και τον Βρασίδα και τον Θεμιστοκλή και τον Επαμεινώνδα. Και είδα ένδοξες μάχες και να γράφονται τα Έπη.
-Είναι πολύ ωραία όλα αυτά, Πνευμα του είπα. Αλλά και τα πρώτα ελληνικά δεν ήταν;
-Τι σε νοιάζει τι ήταν;, μου απάντησε.
-Μα αν δεν είχαν υπάρξει τα πρώτα πως θα είχαν γίνει τα δεύτερα; του είπα. Θα ήταν χαζό να το πιστεύουμε...
-Έχεις βάλει σκοπό να με εκνευρίσεις, Άδη. Που διάολο έμαθες ιστορία, από την Ρεπούση ρε πούστη, είπε φανερά ενοχλημένος (έως και αηδιασμένος);
-Όχι Πνεύμα. Από μόνος μου. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι αφού δεν έμαθα στο σχολείο έπρεπε να μάθω μόνος μου.
-Και δεν διαβάζεις Σίτσιν;
-Όχι.
-Λιακόπουλο και Γεωργιάδη;
-Μπαααα...
-Κεραμυδά;
-Απαπαπα....
-Ε, τότε τι ιστορία ξέρεις ρε Άδη; Χέσε μας επιτέλους από 'δώ πέρα εσύ και τα μυαλά σου... Πάμε...
Και με πήγε σε μια λαοθάλασσα η οποία είχε πράσινο χρώμα.
-Βλέπεις; μου είπε. Ιδού οι εγκληματίες του ΠΑΣΟΚ. Αυτοί χαντάκωσαν τη χώρα.
-Δεν μου είχε περάσει από το μυαλό, Πνεύμα. Δηλαδή αυτοί φταίνε για όλα τα δεινά του τόπου;
-Φυσικά.
-Ντάξει, μην λέμε ό,τι θέλουμε όμως. Και οι άλλοι τα ίδια σκατά είναι.
-Α, βλέπω ασχολείσαι και με πολιτική Άδη παρατήρησε ελαφρά απηυδησμένος.
-Το κατά δύναμιν, Πνεύμα. Ότι μου πλασάρει η τηλεόραση και οι εφημερίδες δηλαδή, μη νομίζεις ότι καταβάλω και καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια.
-Με εκνευρίζεις. Εγώ άλλα ήρθανα σου δείξω αλλά τα νοήματα σου διαφεύγουν, Άδη.
-Και ποια είναι αυτά, Πνεύμα;
-Ότι για όλα φταίνε οι άλλοι, Άδη. Πόσο χαζός είσαι για να μην μπορείς να το καταλάβεις; Είμαστε μια χώωρα ζάπλουτη σε ιστορία και παρακαταθήκες. Τι θέλουμε λοιπόν τα εγκώσμια; Το λέει και η εκκλησία άλλωστε. Μπορούμε να ζήσουμε με το παρελθόν και μόνο. Δεν είδες πόσο καλούς Ολυμπιακούς Αγώνες κάναμε;
-Δεν σε πιάνω, Πνεύμα.
-Αφού είσαι βλαξ, που να καταλάβεις; Είσαι καλός πολίτης, Άδη;
-Νομίζω πως ναι, Πνεύμα. Γιατί ρωτάς.
-Διότι ο καλός πολίτης Άδη πρέπει να τρώει αμάσητα όσα του πλασάρουν. Πολιτικοί τε και επιφανείς της τηλεοπτικής δημοσίου ζωής. Όσα ξέρουμε εμείς όλοι δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος. Και να μην ακούς βλακείες όπως της Ρεπούση.
-Μα όντως δεν ακούω βλακείες. Ούτε Ρεπούση, ούτε Λιάκουρα φερ'ειπείν.
-Μην βλασφημείς. Αν έβλεπες Λιάκουρα θα είχες ήδη προμηθευτεί το βιβλίο σχετικά με την καταστροφή του κόσμου το 2012 μέσα στο οποίο υπάρχει έως και οδηγός επιβίωσης.
-Δηλαδή τι οδηγός επιβίωσης, Πνεύμα; Μπαίνουμε στο προσωπικό μας σκάφος και διαφεύγουμε ή μπαίνουμε για 100 χρόνια στην κούφια γη; Μην με κάνεις να γελάω.
-Συνεχίζεις να βλασφημείς, Άδη. Γι'αυτό όλοι οι αρχαίοι θεοί σαν του λόγου σου έχουν πεθάνει εδώ και χιλιάδες χρόνια στις καρδιές των ανθρώπων και ζουν μόνο σε βιβλία μέσα.
-Δεν μου φαίνομαι και πολύ ψόφιος, Πνεύμα, αλλά συνέχισε με τον συλλογισμό σου.
-Ναι, πλατειάσαμε. Έλεγα λοιπόν ότι πρέπει να ζεις με το παρελθόν που είναι ένδοξο. Και πιο συγκεκριμένα, μόνο με το ένδοξο παρελθόν και όχι τις σκοπιανές προπαγάνδες. Δεν υπήρχε ομοφυλοφυλία στην αρχαιότητα, ακούς;;; Και να μην ξεχνάς ότι ο Χριστός ήταν Έλληνας και μίλαγε ελληνικά και αγαπούσε τους Έλληνες. Είχε έρθει και στην Ελλάδα κιόλας.
-Πνεύμα, θα με κουφάνεις τελείως; Πότε είχε έρθει ο Χριστός στην Ελλάδα; Και τι σχέση έχει ο Χριστός με όλα αυτά επιτέλους;
-Όλα έχουν σχέση, Άδη. Τι σου προσφέρει ο Ηράκλειτος κι ο Πλάτωνας φερ'ειπείν που δεν σου προσφέρει ο Σίτσιν; Τι σημασία έχει το ποιος ήταν ο Χριστός αν δεν πιστεύεις αυτά που σου λένε ότι ήταν; Γιατί να μην πιστέψεις ότι τα παίρνουν οι άλλοι προκειμένου να τα παίρνουμε κι εμείς κάτω από τη μύτη σου; Για ποιον λόγο να διαβάσεις αρχαίους φιλοσόφους όταν αρκεί να αφήσεις μια γεννειάδα; Το παρελθόν είναι αυτό που φτιάχνει το παρόν και κατ' επέκτασιν και το μέλλον.
-Συμφωνώ επιτέλους αν και μόνο στο τελευταίο, Πνεύμα. Όμως εγώ δεν είδα πράγματα που να μου άρεσαν. Αυτά δεν αλλάζουν;
-Φυσικά και αλλάζουν, Άδη. Πρέπει να πετάξεις όμως. Όχι να είσαι στον καναπέ. με πορδές αβγά δε βάφονται όπως λέει και ο θυμόσοφος ελληνικός λαός. Και υπάρχουν δύο εκδοχές: η μία είναι να τρως το κουτόχορτο, να ασχολείσαι με την επιστημονική φαντασία αντί της ιστορίας, να πιστεύεις ότι φταίνει πάντα μόνο οι άλλοι, να θεωρείς ότι μίζες παίρνουν μόνο οι από 'κει, να συμφωνείς ότι οι πιο μικροί είναι πεντακάθαροι και ιδεολόγοι, να θεωρείς ότι μερικά δέντρα μείον δεν είναι και πολύ κακό, να βλέπεις παντού συνωμοσίες. Κοινώς, να μην είσδαι πνεύμα αντιλογίας και να συντάσσεσαι με τις επιταγές των καιροί.
-Και η άλλη εκδοχή; Αυτή που μπορεί να αλλάξει το μέλλον, Πνεύμα;
-Η άλλη εκδοχή θέλει κόπο, ιδρώτα και δουλειά, Άδη.
-Εννοείς να βγούμε έξω και να τα σπάσουμε όλα όπως πέρσυ τον Δεκέμβρη; Να κατεβαίνουμε σε διαδηλώσεις; Να τα χώνουμε στο διαδίκτυο; Ναι, Πνεύμα, γουστάρω.
-Όπως είπα, με πορδές αβγά δε βάφονται, Άδη... Σε αφήνω, ελπίζω σοφότερο...
.....
Δεν ξέρω αν τα Πνεύματα κατάφεραν να με κάνουν καλύτερο άνθρωπο, ξέρω όμως ότι κατάφεραν να με κάνουν να νοιώσω χειρότερος θεός αφού αναλογήστηκα όχι μόνο το χρέος μου αλλά και την ατομική μου συμβολή σε όλα αυτά.
Τελικά όμως όταν το ξανασκέφτηκα συνειδητοποίησα ακράδαντα ότι μάλλον έφταιγε το τσίπουρο, ήτοι το Οινόπνευμα των Χριστουγέννων.
Καλή χρονιά σε όλους εύχομαι και είθε να μας μπει με υγεία, αγάπη κι ευτυχία και με το καλό.
5 σχόλια:
Είδες τι κάνει ο οίνος μαζί με το πνεύμα;
:)
Γι αυτό, μόνο οίνο, αγαπητέ, μόνο οίνο!!
Χρόνια πολλά και καλή χρόνια, νάχουμε, ..Hades!
Οίνος ευφραίνει καρδίαν, Σπίθα. Λες να το'χουν πει τυχαία; Το τσίπουρο, είπαμε... έχει παρενέργειες... :):)
Χρόνια πολλά ρε Σπίθα.
Καλή χρονιά να έχεις και ότι επιθυμείς! :)
Είναι το λιγότερο που μπορώ να ευχηθώ μετά την λαχτάρα που πέρασες με αυτά τα παλιοπνεύματα, ειδικά αυτό με το τσαρούχι και την κομπολόγα!
Κοίτα, αρχίζω να συμβιβάζομαι με την ιδέα ότι η πλειοψηφία έχει δίκιο.
Τελικά λες να είμαστε εμείς οι γραφικοί και ΕΛ-κάγκουρες οι σωστοί;
Ανησυχώ…
Ψυχραιμια και καλή χρονια!
Αντεύχομαι εις αμφότερους. Αν αποφύγουμε και την καβλί χρονιά, μια χαρά θα είμαστε.
Polse, απορώ με την απορία σου. Φυσικά και είμεθα αι μαλάκαι της παρέας. Μην ξεχνάς ότι παγκοσμίως, γεγονός θεωρείται ό,τι πιστεύεται από την μάζα.
Δημοσίευση σχολίου