Σελίδες

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010

Καιρό είχα να αντιγράψω κάτι.

Και έμελλε να είναι αριστούργημα αυτό που θα διαβάσετε. Είναι ένα εκπληκτικό και ασύλληπτα διδακτικό κείμενο από το Ερυθρόλευκο Μετερίζι του Γιώργου Κεντρωτή. Ο φίλος και σύγγαυρος Γιώργος ναι μεν το εντάσσει σε μια ενότητα απόψεών και προβληματισμών του περί του Ολυμπιακού, το συγκεκριμένο όμως αφορά τους πάντες, ανεξαρτήτως χρωματισμού και προτιμήσεων. Για την ακρίβεια ξεφεύγει πολύ και από το αποκλειστικά αθλητικό πλαίσιο αφού έχει να κάνει με την Παιδεία μας γενικότερα. Παρακαλώ διαβάστε το. Προσωπικά θα προτιμούσα αν προτίθεται κανείς να σχολιάσει κάτι επί τούτου, να το πράξει στο πρωτότυπο κείμενο και όχι εδώ μέσα. Δεν κρύβω ότι το έχω διαβάσει ήδη τρεις φορές και συνεχώς προκύπτουν νέοι προβληματισμοί αφού βαράει καρδιά άνευ περιστολών. Μην σκεφτείτε εσφαλμένα ότι "α, καλά...για γαύρους λέει" διότι θα είναι μέγα σφάλμα. Μην σκεφτείτε ότι "αφορά το ποδόσφαιρο ή τα αθλητικά εν γένει" διότι θα πέσετε οικτρά έξω. Μην το εκλάβετε ως επίκριση γεγονότων εντός αγωνιστικών χώρων διότι απολύτως καμία σχέση. Μεταφέρω το κείμενο διότι ξέρω ότι έχω να κάνω με πραγματικά νοήμονες ανθρώπους εδώ μέσα (και όχι μόνο). Πάμε λοιπόν...


Προτού γράψω για τους "οπαδούς του Ολυμπιακού", όπως έχω υποσχεθεί, αναρτώ ένα σχετικά μεγάλο σε έκταση κείμενο, όπου ενσωματώνεται ο γενικότερος προβληματισμός μου σχετικά με την οπαδική βία στα γήπεδα.

Όταν κάποιος δεν είναι ειδήμων σε κάτι, καλό είναι να αφήνει τους ειδήμονες να μιλούν – και αυτός να ακούει, για να μαθαίνει... όσο, τέλος πάντων, μπορεί να μαθαίνει. Να φροντίζει δε να μαθαίνει όχι απλώς από τους ειδήμονες, αλλά από τους ειδημονέστατους των ειδημόνων, ακριβώς για να μη χάνει τον καιρό του, αλλά και για να έχει πάντα διαθέσιμη την πλέον τεκμηριωμένη επί του εκάστοτε θέματος πληροφορία. Εδώ, όπου μόλις άρχισα να γράφω περί βίας στα γήπεδα, κανονικά θα έπρεπε –κατόπιν των ανωτέρω ρητών εξηγήσεων– να σταματήσω, επειδή δεν είμαι ειδήμων... (κοινωνιολόγος, ανθρωπολόγος, πολιτικός επιστήμων, εγκληματολόγος...), ούτε καν χαμηλής τάξεως, ώστε να εκφέρω έγκυρη προς συζήτηση γνώμη περί της βίας στα γήπεδα. Αν, εν τούτοις, δεν έχω καταθέσει ακόμη την ηλεκτρονική γραφίδα και συνεχίζω να γράφω, οφείλεται στο ότι αγαπώ το ποδόσφαιρο (όπως και πολλά άλλα σπορ), στο ότι είμαι οπαδός του Ολυμπιακού και στο ότι έχω ζήσει χρόνια και χρόνια μέσα στους αγωνιστικούς χώρους. Ομολογώ ότι και οι τρεις αυτοί λόγοι δεν εξαρκούν για να με «νομιμοποιήσουν»· εν γνώσει τούτου, πάντως, θα γράψω ό,τι γράψω στις επόμενες αράδες, προεξαγγέλοντας ότι τα λόγια μου απηχούν εντελώς προσωπικές απόψεις, βασισμένες στην καθημερινή πείρα τεσσάρων δεκαετιών στα γήπεδα, μιας και ήδη –φευ!...– διέβην από καιρό αυτό που χαρακτήρισε (με ομολογουμένως πολύ μεγάλη αβερτοσύνη) ο Φρειδερίκος Χαίλντερλιν ως Hälfte des Lebens, ήτοι ως τα Μισά της ζωής.
Μπορεί να ακούγεται οξύμωρο – δεν είναι όμως. Η βία στα γήπεδα διακρίνεται στη βία μέσα στα γήπεδα και στη βία έξω από τα γήπεδα· η τελευταία έχει ενδιαφέρον για το θέμα μας, μόνο όταν απορρέει από την πρώτη: από τη βία μέσα στα γήπεδα. Τούτη εδώ πάλι διακρίνεται στη βία εντός του αγωνιστικού χώρου και στη βία εκτός του αγωνιστικού χώρου. Η βία... η κάθε βία... μπορεί να είναι έργω άσκηση και λόγω άσκηση, παναπεί πρακτική και λεκτική, χωρίς βέβαια να αποκλείεται ο συνδυασμός τους, όπου άλλοτε υπερτερεί η μία της μορφή και άλλοτε η άλλη. Διευκρινίζω ότι τα γράφω όλα αυτά τελώντας οπωσδήποτε εν γνώσει του ότι η προηγηθείσα κατηγοριοποίηση έγινε εκ του προχείρου και για τις ανάγκες του παρόντος σημειώματος – δεν διεκδικεί, δηλαδή, απολύτως καμμία δάφνη επιστημοσύνης. Έναν ανειδήμονα, ωστόσο, όπως τον γράφοντα, κρίνω ότι τον βοηθάει τα μάλιστα, προκειμένου να στοιχήσει τις σκέψεις του και να τις καταγράψει βάσει ενός –έστω και τόσο υποτυπώδους– σχεδίου.
Δεν χρειάζεται να γράψω –γι’ αυτό και το αθετώ– ότι η πλέον απεχθής μορφή βίας είναι η ασκούμενη στον αγωνιστικό χώρο από αγωνιζόμενο αθλητή σε αγωνιζόμενο αθλητή, ούτε ότι γίνεται ακόμη απεχθέστερη, όταν προκαλείται ύστερα από προτροπή της κερκίδας. Κρίνω ότι ο μετερχόμενος τέτοια βία δεν πρέπει να έχει ειμή μόνο μία ευκαιρία στον αθλητικό βίο του για να διορθωθεί· στην πρώτη εκτροπή πρέπει να εκβληθεί δια πάντος από τα γήπεδα. Θα πει κανείς ότι προτείνω, από τις πρώτες κιόλας αράδες, μέτρα αστυνομικά. Κάθε άλλο! Προτείνω ένα προληπτικό και ταυτόχρονα διαπαιδαγωγικό μέτρο που αφορά αγωνιζόμενα έλλογα όντα και όχι ανθρωποειδή με πρωτοβάθμια κτηνώδη ένστικτα. Θεωρώ ότι το προτεινόμενο είναι ένα μέτρο που χτυπά τη βία και στον αγωνιστικό χώρο και στην κερκίδα, καθόσον κόβει τον ιμάντα μεταφοράς ενεργείας από το ένα μέρος στο άλλο. Από την άλλη μεριά κρίνω ότι επίσης δεν χρειάζεται να γράψω για την αντισυνταγματικότητα των αστυνομικών διατάξεων που απαγορεύουν τη μετακίνηση οπαδών σε εκτός έδρας αγώνες των ομάδων τους. Αν το κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί την εντός της επικρατείας του ελεύθερη διακίνηση μερίδας πολιτών που έχουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, και ως εκ τούτου δικαιολογούν με την ψήφο τους το λεγόμενο raison d’état, τότε είναι κράτος χρεωκοπημένο, και όχι μόνον οικονομικώς. Το μέτρο αυτό φαίνεται μεν, αλλά δεν είναι καθόλου μα καθόλου προληπτικό της βίας· αντίθετα πρόκειται για μέτρο εξόχως κατασταλτικό, και δη εφαρμόζεται πριν γίνει οτιδήποτε που θα δικαιολογούσε την καταστολή. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα μέτρο προληπτικώς κατασταλτικό (!), γι’ αυτό και εντελώς μη συνάδον με τον χαρακτήρα της δίκαιης πολιτείας.



Ας περάσουμε, όμως, κατόπιν των ανωτέρω δοθεισών εξηγήσεων, σε αυτά που έχω σκοπό να καταθέσω ως προσωπικό προβληματισμό για το περί γηπεδικής βίας ζήτημα.
Αυτός που είπε ότι η βία είναι η μαμμή της ιστορίας είναι τέτοιας και τόσο υψηλής περιωπής φιλόσοφος, που δεν χρειάζεται να τον ανακατεύουμε στα χθαμαλά νιτερέσα μας. Είπε, εξ άλλου, ο μέγας εκείνος οργανωτικός νους ό,τι είπε ορμώμενος από έναν πλούσιο στοχασμό συνυφαινομένων, οπότε η βίαιη εκτομή ενός παραθέματος το πιο πολύ που θα μπορούσε να σημαίνει δεν φτάνει να ξεπεράσει καν την φτηνότερη τσιτατολογία. Γι’ αυτό ας αφήσουμε τον Φρειδερίκο Ένγκελς στην ησυχία του. Άλλη βία εννοούσε εκείνος – όχι τη βία των χουλιγκάνων, τους οποίους άλλωστε δεν εγνώριζε!... Εννοούσε την πολιτική βία που προϋποθέτει δύναμη, πολιτική ισχύ, κράτος. Δύναμη, ισχύς, κράτος, βία – λέξεις απολύτως συνώνυμες εντός του πλαισίου της πολιτικής· εκτός του πλαισίου αυτού, όμως, χάνουν την όποια συσχετικότητά τους ως μονοσήμαντοι και, γι’ αυτό, καλοσυγκερασμένοι όροι. Για τον γράφοντα η ιστορικολογοτεχνικώς υπέρτατη έκφραση του τί ουσιωδώς είναι οι αναφερθέντες όροι βρίσκει τη θέση της στον αισχύλειο Προμηθέα Δεσμώτη, όπου ανάμεσα στα dramatis personae, στα προσωπεία του δράματος τουτέστιν, κινούνται εκείνες οι δύο βουβές μάσκες, που ονομάζονται Κράτος και Βία, και που, παρόλο που δεν αρθρώνουν λόγο, είναι κατ’ ουσίαν οι πρωταγωνιστές του έργου, όπου εκτίθεται απαράμιλλα ο τρόπος, με τον οποίο το κράτος του Δία επιβάλλει στον κόσμο τη βία, και δη εμφανίζοντάς την με το ένδυμα του δικαίου.
Ο τάχιστος των λόγων – όπως θα έλεγε και ο Σοφοκλής: η βία στα γήπεδα τις περισσότερες –αν όχι όλες τις– φορές είναι σκηνοθετημένη από το κράτος. Αποτελεί βέλος στη φαρέτρα του, προκειμένου να εκτρέψει τους πολίτες αλλού: σε άλλα νιτερέσα, ήτοι σε άλλα interessa, προκειμένου να κάνει αυτό τα δικά του. Διαθέτει δε και τους αναγκαίους μηχανισμούς τόσο παραγωγής όσο και διαδόσεως της βίας, που δεν είναι άλλοι από τους μηχανισμούς της καλοστημένης προβοκάτσιας. Το γιατί το κάνει, με ξεπερνά· υπερβαίνει τις όποιες γνώσεις μου, γι’ αυτό και σωπαίνω. Γνωρίζω, εν τούτοις, εξ εμπειρίας ότι ο προβοκάτορας ξέρει πάντοτε τί θέλει και σε τί αποσκοπεί με τη βία· όπως επίσης δεν μου διαφεύγει καθόλου το γεγονός ότι το έμψυχο όργανο, που χρησιμοποιεί ο προβοκάτορας, δεν ξέρει σχεδόν ποτέ τί θέλει, όταν μετέρχεται βία, και, εν πάση περιπτώσει, αν τυχόν το γνωρίζει, αποδέχεται τα όποια αποτελέσματά της.



Δεν θα συνεχίσω με αυτό τον τρόπο και σε αυτό το είδος, γιατί, όπως είπα, οι δυνάμεις μου είναι ανεπαρκείς. Πέραν τούτου σε θέματα ζέοντα, όπως η βία στα γήπεδα, δεν φτάνει η φαντασία να αντικαταστήσει το έλλειμμα της απαράγραπτης γνώσης. Γι’ αυτό και από την ανοικτή πολιτική κοινωνία περνάω αμέσως στο κλειστό γήπεδο. Κι αν ο αναγνώστης του παρόντος κειμένου καταλάβει από τις πρώτες κιόλας γραμμές ότι είμαι περιπτωσιολογικός, σωστά θα το έχει καταλάβει. Δεν μπορώ –αλλά ούτε και θέλω– να πάω παραπέρα.
Μέσα στο γήπεδο ούτε η ομάδα μου –ο Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς– ούτε εγώ ως οπαδός είμαστε μόνοι. Αυτό συμβαίνει στις φιέστες, όχι στους αγώνες. Στο γήπεδο μέσα υπάρχουμε εμείς και ο αντίπαλος: ο περιστασιακός, ο συνήθης, ο τοπικός, ο εξαιρετικός, ο αιώνιος. Καλώς ή κακώς δεν υπάρχει αγώνας χωρίς αντίπαλο. Με μια νότα υπερβολής –συγγνωστής ωστόσο, και όχι εν τέλει και τόσο τραβηγμένης– θα μπορούσα να πω ότι τον αγώνα τον κάνει... τον ορίζει ο αντίπαλός σου, όχι εσύ. Αν δεν κατεβεί ο αντίπαλος να παίξει, δεν υπάρχει αγώνας· αν δεν υπάρχει αγώνας, δεν υπάρχει αποτέλεσμα· αν δεν υπάρχει αποτέλεσμα, αποκλείεται και η νίκη. Την κατίσχυσή σου... το «κράτος», που σου χαρίζει η νίκη, σου την εγγυάται μόνο ο αγωνιζόμενος αντίπαλός σου – κανένας άλλος.
Των πραγμάτων, όμως, ούτως εχόντων δεν μένει παρά να πείσουμε επί τέλους τον εαυτό μας όλοι όσοι οπάζουμε... όλοι όσοι είμαστε ακόλουθοι και οπαδοί μιας ομάδας... ότι δεν είναι ευτελής ηθικολογία ούτε ανέξοδος διδασκαλισμός αυτό που μας δίδαξαν οι απώτατοι και σοφοί πρόγονοί μας, οι επινοητές σημειωτέον του αθλητικού ιδεώδους, που θέλει να νικάμε τους αντιπάλους μας μέσα στο στίβο με μέσα αγωνιστικά και σεβόμενοι τον αγώνα τους να αναδειχθούν νικητές. Με λίγα λόγια, γιατί τα πολλά είναι όντως φτώχεια: πρέπει να σεβόμαστε τον αντίπαλο. Σεβόμενοι τον αντίπαλό μας σεβόμαστε πρωτίστως τον εαυτό μας, την ομάδα μας. Όταν πανηγυρίζουμε νίκες επί ισχυρών αντιπάλων, τουτέστιν επί αντιπάλων που θα μπορούσαν λόγω της ισχύος τους να μας έχουν νικήσει αυτοί, εκφράζουμε τον σεβασμό μας προς αυτούς, πλήν όμως λανθανόντως. Όταν μπορέσουμε να έλθουμε στη θέση να το κάνουμε και συνειδότως, τότε θα έχουμε ήδη κάνει ένα μέγιστο βήμα προς την καταπολέμηση της βίας, διότι θα της έχουμε σκοτώσει τον σπόρο μέσα μας: να μη μας τυφλώνει ούτε το φάσμα ούτε το αποτέλεσμα της ήττας.



Σημαίνει, άραγε, αυτό ότι πρέπει να πάψουμε να είμαστε φανατικοί; Κάθε άλλο! Ο φανατισμός είναι η υγεία του οπαδισμού – αμφότεροι οι όροι έχουν θετικό περιεχόμενο· άλλο αν η κακή δημοσιογραφική και, ως εκ τούτου, ευκαιριακή και οππορτουνίστικη χρήση τους οδήγησε τα πράγματα στο να σημαίνουν πλέον άλλα... και δη τα ακριβώς αντίθετά τους! Όποιος λησμονεί ότι το «σπορ» (εν γένει) είναι το πολιτισμένο, και γι’ αυτό αποδεκτό υποκατάστατο του πολέμου και ότι, όπως πόλεμος σημαίνει μάχη, έτσι και σπορ σημαίνει αγώνας, λησμονεί κατά λογική ακολουθία και τούτο: ότι δεν υπάρχει μάχη και αγώνας χωρίς προσήλωση των μαχομένων και αγωνιζομένων σε σύμβολα, τα οποία υποστηρίζουν άνευ ετέρου και με ιερή αφοσίωση και όσοι δεν συμμετέχουν μεν στη μάχη και στον αγώνα, αλλά ως «μη μάχιμοι» αγωνιούν για την τύχη των μαχομένων και για την έκβαση του αγώνα και υποστηρίζουν, όπως μπορούν, πρωτίστως δε ηθικά, τους «δικούς τους», προκειμένου να καταγάγουν νίκη, και δη περιφανή. Αν δεν υπάρχει ψυχική ταύτιση μεταξύ του αγωνιζόμενου, που φοράει τη συμβολική φανέλλα, και του υποστηρικτή, που «ζει» για τα χρώματα της συμβολικής φανέλλας, ο αγωνιζόμενος δεν παίρνει δύναμη από την όποια άλλη ηθική συμπαράσταση του υποστηρικτή του. Αν ο υποστηρικτής είναι «απλός φίλαθλος», λυπάμαι που θα το πω δυσαρεστώντας πολλούς καλοπροαίρετους, πλην αφελέστατους φίλους, δεν προσφέρει απολύτως τίποτα ούτε στην ομάδα, που μάλλον συμπαθεί, ούτε στην υπόθεση του αγώνα που γίνεται μπροστά στα μάτια του· απλώς είναι εκεί... παρευρίσκεται χάριν της ιδιωτικής απολαύσεως, δεν μετέχει στα δρώμενα, δεν κοινωνεί των συμβαινόντων. Δεν καταλαβαίνει και πολλά από όσα διαδραματίζονται ενώπιόν του...
Η ηθική στήριξη του μη μετέχοντος οπαδού προς τον αγωνιζόμενο αθλητή έχει όρια; Έχει, αλλά καταπατώνται, και δη ενσυνειδήτως. Ο πόλεμος, η αποθέωση ήτοι της βίας, έχει κανόνες σεβαστούς από τους εμπολέμους και δη από καταβολής κόσμου· το σπορ δυστυχώς δεν έχει πια, διότι όσοι εκμεταλλεύονται τα αποτελέσματα της βίας έχουν συμφέρον από την μη τήρηση των κανόνων αυτών, καθώς εξασφαλίζουν εις το διηνεκές τη νομιμοποίηση της βίας τους, που είναι βουβή, σαν έκτυπο της πρωτογενούς του Αισχύλου. Ο προβοκάτορας είναι βουβός, και το ενεργούμενό του είναι λαλίστατο, λέει δε ό,τι (κυριολεκτικώς) του κατεβεί: πως έτσι γαμάει ο Πειραιάς (... η Λεωφόρος, η Τουρκία, η Βουλγαρία...)· πως είναι πουτάνες όλες οι μάννες των διαιτητών και των αντιπάλων αθλητών· πως θα γαμήσει ο ημέτερος αθλητής τουλάχιστον όλο το σόι των αθλητών του αντιπάλου συλλήβδην μέχρι δεκάτης τετάρτης γενεάς κατά την ανιούσα και την κατιούσα γραμμή· κ.τ.ό.



Όχι, όχι, δεν είμαι σεμνότυφος, ούτε με σοκάρουν λόγια και παρόλες. Ίσα-ίσα είμαι και εγώ, όποτε χρειαστεί, αθυρόστομος (: είναι, βλέπετε, και η επτανησιακή καταγωγή στη μέση...)· αλλά ειλικρινώς –πιστέψτε με– είμαι αθυρόστομος όχι εν χορώ ούτε στρεφόμενος ποτέ εναντίον κάποιου που δεν μπορεί να μου απαντήσει έστω και αθυρόστομα. Αλλά άλλο ήθελα να πώ – ιδού τί: Μπορεί τα γήπεδα να αποκαλούνται «ναοί», μπορεί δε μέσα στο πνεύμα της υπερβολής, που φυσάει όταν μιλάμε για συλλογικές προτιμήσεις, να εκλαμβάνονται οι ομάδες ως θρησκείες, αλλά τα γήπεδα κάθε άλλο παρά ναοί είναι! Είναι μεν «εκκλησίες», με την έννοια ότι συρρέουν εκεί πολλοί εκκληθέντες, αλλά πέραν τούτου ού – μην κοροϊδευόμαστε κιόλας μεταξύ μας πιστεύοντες και μη πιστεύοντες σε θρησκείες και σε δόγματα! Ούτε μπορεί όποιος αγαπάει τα σπορ και καταλαβαίνει από ομαδικό αθλητισμό να απαιτήσει όπως το εκάστοτε συρρέον «εκκλησίασμα» συμπεριφέρεται ιεροπρεπώς ώσπερ «ποίμνιο». Αντιθέτως, μάλιστα, μέσα στο γήπεδο το θετικό «ποίμνιο ήμερων αμνών» μπορεί ανά πάσα στιγμή να μετεξελιχθεί σε αρνητική «αγέλη αγρίων λύκων» – με τις γνωστές σε όλους συνέπειες. Και τούτο διότι κάθε οπαδός κουβαλάει στο γήπεδο τον εαυτό του, όχι όπως είναι στον καθημερινό του βίο μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας, όπου αναγκαστικά υπακούει σε ποικίλες συμβάσεις που ίσως δεν αποδέχεται, αλλά όπως είναι στην πραγματικότητα, με τη σημαντική προσθήκη ότι εκεί πάνω, στις κερκίδες του γηπέδου δηλαδή, του δίνεται η «νόμιμη» ευκαιρία να «ξεφύγει» από ό,τι τον συγκρατεί μέσα στον κοινωνικό ιστό και να «εκφραστεί» ελεύθερα και ανέλεγκτα... για να το πούμε κομψά: να ξεσπάσει.
Στις κερκίδες απαντάται κατά κανόνα, αλλά και κατά κόρον η λεκτική βία, σημεία της οποίας ήδη αναφέραμε. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα είδος εκτονώσεως, ότι είναι ένα πάθος που ξεσπά... που εκρήγνυται για να σβήσει άλλα πάθη. Ωραίο θα ήταν αυτό... έως και ποιητικό ακόμα – δεν είναι όμως! Ούτε απόδειξη φανατικής αφοσίωσης στην ομάδα αποτελεί ούτε ένδειξη υγείας. Αντίθετα, συνιστά άλλη μία μορφή καταπιέσεως, που εδώ διευκολύνεται τα μάλιστα από τον ίδιο τον καταπιεζόμενο, ο οποίος κυριολεκτικώς «αερογαμεί». «Αερογαμεί» μεν, νομίζει δε ότι φθάνει σε πολλαπλούς οργασμούς με το στόμα και όντας ολομόναχος. Πέραν του ότι μέσα στην αποθέωση του σεξουαλικού βερμπαλισμού λησμονιέται η βασική ανθρώπινη αρχή ότι η γενετήσια πράξη δεν είναι πράξη τιμωρητική, αλλά αγαπητική, και ότι ο ερωτικός εταίρος δεν είναι προς εξόντωση όπως είναι ο αγωνιστικός αντίπαλος (: τρίχες και ψύλλους στ’ άχυρα θα μου πείτε – και ίσως δεν θα έχετε άδικο).



Το ίδιο το σπορ με μπάλλα είναι –όπως κατ’ επανάληψη έχει γραφεί από επαΐοντες– υποκατάστατο της γενετήσιας πράξης, καθώς στα σχετικά αθλήματα το βασικό στοιχείο είναι η επίτευξη του γκολ, του καλαθιού, του πόντου... είναι το στοιχείο που μετράει και ξεχωρίζει. Ο ίδιος ο χαρακτήρας των αθλημάτων αυτών προκαλεί και επιτρέπει τη χρήση λεξιλογίου σχετικού με τη γενετήσια επαφή και με ονοματολογία όχι επιστημονική, αλλά χυδαία και σχεδόν αργκοτική. Η εν λόγω χρήση μεταφέρεται αυτομάτως στην κερκίδα, η οποία τροφοδοτεί το σύστημα με νέα ερεθίσματα, σε σημείο μάλιστα τέτοιο, ώστε το feed back να είναι πλέον ανεξέλεγκτο.
Σε όλον τον κόσμο συμβαίνει αυτό, δεν είναι φαινόμενο ελληνικό. Ούτε γίνεται να αποκλείσεις τα σεξουαλικά υπονοούμενα από τη συνθηματολογία της κερκίδας· ούτε εφικτό είναι ούτε έξυπνη ιδέα θα ήταν κάτι τέτοιο. Αφήνω που την πρώτη φορά που ακούγεται ένα σύνθημα με σεξουαλικά σημαίνοντα είναι μάλλον επιτυχημένο, όπως, λ.χ., το σύνθημα της Θύρας 7 που φτιάχτηκε αυθόρμητα μέσα στο γήπεδο Καραϊσκάκη δυό-τρεις ώρες μετά τον πρόσφατο αποκλεισμό του «ευρωπαϊκού» Παναθηναϊκού από τον «επαρχιωτικό» Πανσερραϊκό στο Κύπελλο Ελλάδος και που έλεγε: «Ευρωπαίοι, ευρωπαίοι, φάτε τα σερρέικα τα πέη!» Η πρωτοτυπία του συνθήματος έγκειται στο ότι έφερε γέλιο σε όλους όσοι το άκουσαν, ακόμα και αν ήσαν αντίπαλοι. Όταν, όμως, επί έτη και έτη το βασικό σύνθημα, με το οποίο ξεκινάει ο Ολυμπιακός τους αγώνες του, είναι το από πάσης απόψεως άθλιο «Γάμα τους τη μάννα, Ολυμπιακέ!», τότε προάγεται, και δη επιμόνως και επιμελώς, μόνο η χυδαιότητα, και δη σε τέτοιο βαθμό, ώστε το μεν χυδαίο σύνθημα δεν ακούγεται καν από τους αντιπάλους (και άρα δεν... τρομάζουν), οι δε φίλοι της ομάδας δυσφορούν με αυτό.
Είπαμε: το γήπεδο δεν είναι εκκλησία, όπερ σημαίνει ότι στο γήπεδο συγχωρείται –παναπεί επιτρέπεται– η ελευθεριότητα, η οποία εξ άλλου σημασιοδοτεί μιαν αρχαιότατη ελληνική συνήθεια. Ελευθεριότητα, όμως, επ’ ουδενί σημαίνει χυδαιότητα. Η δε χυδαιότητα είναι ο πρώτος σπόρος, με τον οποίο βλασταίνει ο χουλιγκανισμός, καθότι ενεργοποιεί τα ταπεινότερα ένστικτα στο κατώτερο λεκτικό επίπεδο. Η δε απόσταση από το verbum στην actio είναι ελάχιστη και εύκολα διανυτή, για να μην πω ότι εδώ έχουμε μία από τις περιπτώσεις εκείνες , όπου ήδη ο λόγος είναι πράξη. Πάντως –το γράφω για όποιον τυχόν δεν το ξέρει– κανείς ποτέ δεν νίκησε τον αντίπαλό του με χυδαιότητες. Και βεβαίως –συμπληρώνω το αυτονόητο– είναι θέμα παιδείας η εξάλειψη της χυδαιότητας από τα γήπεδα. Θα αποτελεί δε το πρώτο βήμα για την εξάλειψη της βίας σε αυτά, ακριβώς διότι, αν ό κόσμος παιδευθεί, δεν θα βρίσκεται πρόθυμος στρατός να λαλεί τα κελεύσματα της βουβής και κραταιάς βίας. Η γνώση, ως γνωστόν, δεν αρέσκεται στις αμάσητες μπουκιές... Η γνώση τη λιανίζει την τροφή που καταπίνει, ακριβώς για να πάρει όλη την ουσία της...



Ποιός θα αναλάβει το εκπαιδευτικό καθήκον; Πολλές απαντήσεις θα μπορούσαν να δοθούν, να είναι δε όλες τους σωστές. Προσωπικά θα επιθυμούσα να ανελάμβανε ο Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς το επίπονο αυτό καθήκον, προκειμένου να διοικήσει τα του οίκου του εν σχέσει προς τους οπαδούς του. Όλοι οι οπαδοί του Θρύλου –μηδενός εξαιρουμένου– είναι δύναμη του Θρύλου, κανείς δεν είναι περιττός. Και κανείς δεν είναι «αποσυνάγωγος» – για να επαναφέρω το σύμβολο του «ναού». Επειδή, όμως, τα αθλητικά πράγματα έχουν πλέον αχθεί στο απροχώρητο, ο οργανωμένος οργανισμός του Συνδέσμου των Φιλάθλων μας οφείλει να αναλάβει να πείσει τον καθένα μας για τα αυτονόητα εκείνα, που δεν (μπορεί να) κάνει πια το εκπαιδευτικό σύστημα του οργανωμένου Κράτους: ότι οι χυδαιότητες δεν «ακούγονται» από κανέναν ούτε φοβίζουν κανέναν αντίπαλο· ότι το χιούμορ στην κερκίδα είναι επιβεβλημένο, αλλά ότι είναι και σπάνιο· ότι ο αγώνας είναι εορταστικός πόλεμος· ότι σεβόμαστε τον αντίπαλό μας για να έχει αξία η νίκη μας· ότι η κοσμιότητα είναι αρετή όχι με την τρέχουσα έννοια του όρου, αλλά με την αρχετυπική της σημασία, με αυτήν δηλαδή της ανδρείας.
Εννοείται ότι δεν υπάρχει «καλή» ή «χρήσιμη» βία, διότι κανένας σκοπός δεν αγιάζει ποτέ τα απαράδεκτα μέσα. Η έντιμη ήττα, που φανερώνει λεβεντιά, είναι προτιμότερη από την όποιαν άτιμη νίκη. Ποτέ με τη χρήση βίας δεν νίκησε εν τέλει ο περιστασιακός νικητής – ο περιστασιακός νικητής, στο τέλος της αγωνιστικής διαδικασίας, είναι ο υποστάς ήττα, και δη συντριπτική. Ας θυμηθούμε εδώ πόσες τιμωρίες έχουμε υποστεί ως ομάδα –και με ποια αποτελέσματα πάσης φύσεως– μόνο και μόνο επειδή μια δράκα απαιδεύτων οπαδών θεώρησε ότι με «τσαμπουκαλέματα», με «εκφοβισμούς» και με έναν επίπλαστο φανατισμό εξυπηρετεί το συμφέρον της ομάδας μας. Αλλά να θυμηθούμε επίσης και τις εύφημες μνείες και τους θαυμαστικούς επαίνους που εισπράξαμε ως ομάδα και ως οπαδοί, όταν δράσαμε φανατικά και με γνώση. Το τελευταίο θα μπορούσε (και πρέπει) να συμβαίνει πάντα, να είναι ο διαρκής κανόνας. Γι’ αυτό κρίνω ότι η παίδευση των ερυθρόλευκων οπαδών είναι η συνεισφορά του Ολυμπιακού Συνδέσμου Φιλάθλων Πειραιώς στην καταπολέμηση της γηπεδικής βίας. Ο απαίδευτος οπαδός είναι βάρος για τον Ολυμπιακό μας. Ο πεπαιδευμένος οπαδός –για να μιλήσουμε στο πνεύμα της αθλητικής διαλέκτου– είναι η καλύτερη διαχρονική μεταγραφή μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: