Είναι δίπλα μας συνήθως. Ή και μπροστά στα μάτια μας, ακόμη χειρότερα.
Αλλά είναι αόρατοι και δεν τους βλέπουμε.
Περνούσα από ένα πολυσύχναστο δρόμο χθες, είχα και τον Άδη τζέη αρ μαζί για να κάνει την βολτούλα του στον... καθαρό αέρα της πόλης καθώς και την Περσεφόνη. Σε ένα ομολογουμένως περίεργο σημείο του πεζοδρομίου, καθόταν μια ηλικωμένη Κυρία αμίλητη.
Κρατούσε ένα πλαστικό κεσεδάκι στο χέρι.
Άδειο.
Κοίταζε μόνο χαμηλά.
Πόνος στο βλέμμα.
Βλέμμα πιο άδειο κι από το κεσεδάκι.
Περπατώντας προς τη μία φορά του πεζοδρομίου, την έβλεπες.
Και την απέφευγες εύκολα φυσικά. Αυτό έλειπε δα.
Παλαιότερα, βλέπετε, χαλούσε την ευημερία των βιτρινών. Πλέον βέβαια με τόσα κλειστά μαγαζιά δεν έχει και καμιά ιδιαίτερη ευημερία να χαλάσει, αλλά υπάρχει το χούι τόσων ετών, όπως και να το κάνουμε.
Από την αντίθετη φορά του ιδίου πεζοδρομίου λόγω μιας οικοδομικής ιδιοτροπίας, αν ερχόσουν λίγο ανέμελος μπορεί να έπεφτες ακόμη και πάνω της πριν προλάβεις καν να τη δεις.
Εγώ περπατούσα από την πρώτη διαδρομή. Καθώς πλησίαζα σιγά, σιγά, είδα μια τριμελή οικογένεια που ερχόταν από την άλλη. Η μητέρα (που ήταν προς την πλευρά των βιτρινών) κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή απέφυγε να πέσει πάνω στην Κυρία (που καθόταν στο πεζούλι καταστήματος), κάνοντας μια μάλλον μαεστρική μανούβρα. Ήταν τόσο υψηλή η δυσκολία της "ασκήσεως εδάφους" που δεν κοίταξε καν προς τον άνθρωπο που μόλις είχε αποφύγει. Για την ακρίβεια, το ύφος της μου φάνηκε ότι ήταν εξίσου θριαμβευτικό με αυτό που θα είχε στην περίπτωση που μόλις είχε αποφύγει να πατήσει μια εξαιρετικά υπερμεγέθη φρέσκια τούρτα από σκατά στον δρόμο.
Εκείνη την στιγμή (που αργότερα συνειδητοποίησα ότι είχα μείνει εντελώς ακίνητος) είδα την Κυρία να βουρκώνει, δίχως να σηκώνει το κεφάλι. Και στην συνέχεια να το σκύβει κι άλλο, ακόμη περισσότερο.
Το ντύσιμό της ήταν ευπρεπέστατο. Η σωματική της στάση πρόδιδε τα συναισθήματά της. Κουλουριασμένη, λες και χιόνιζε, σα να κρύωνε παρά τον καύσωνα. Ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους κι όμως τόσο μόνη. Δεν την άκουσα να λέει ούτε μια λέξη. Δεν σήκωσε το βλέμμα να δει έστω έναν άνθρωπο. Δεν είχε καμία ανορθόγραφη ταμπέλα που να λέει ότι "ΠΙΝΑΟ" όπως όλοι οι επαγγελματίες επαίτες. Δεν είπε καμία πικραμένη ιστορία για το παιδί της που τα τελευταία 10 χρόνια χαροπαλεύει στην εντατική με σοβαρό πρόβλημα στην καρδιά, ούτε φυσικά ήταν από τη Σερβία με 4 παιδιά. Και εννοείται ότι δεν είχε κάποιο όργανο να παίξει κάποιον λυπημένο σκοπό για να συγκινήσει τα πλήθη. Καθόταν απλά εκεί αμίλητη, δίχως να την βλέπει κανείς, με το κεσεδάκι της άδειο.
Σκέφτηκα πολλά. Πχ να πάω να της μιλήσω. Να την ρωτήσω αν έχει κάπου να μείνει, ή να της προσφέρω κάτι να φάει.
Δυστυχώς δεν βρήκα το θάρρος να το κάνω.
Από το παρελθόν που έχω προσπαθήσει να κάνω κάποια πράγματα θυμάμαι πολύ καλά ότι ένας άστεγος άνθρωπος μπορεί να γίνει τρομακτικά επιθετικός αν του απευθύνεις τον λόγο και αυτό διότι νοιώθει βιασμένος, νοιώθει σαν άνθρωπος δίχως αξιοπρέπεια. Για να απευθυνθείς σε έναν άστεγο πρέπει να το κάνεις με τρόπο τέτοιον ώστε να καταλάβει πως δεν προσπαθείς ούτε να τον λυπηθείς, ούτε να τον κοροϊδέψεις. Δεν είναι εύκολο, πιστέψτε με.
Επέλεξα να πλησιάσω διακριτικά και να της αφήσω κάποια λίγα χρήματα στο άδειο της κεσεδάκι. Σήκωσε ελάχιστα το βλέμμα, δίχως όμως να με κοιτάξει και ψέλλισε σε άπταιστα ελληνικά "σας ευχαριστώ πολύ κύριε". Στα ελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου που μπόρεσα να δω τα μάτια της, ένοιωσα να με διαπερνάει μόνο πόνος, σαν ηλεκτρικό ρεύμα.
Δεν ξέρω αν η Κυρία αυτή με το ευπρεπές πλην καθημερινό ντύσιμο ήταν νεά άστεγη, ούτε ξέρω αν "απλώς" ήταν ένα ακόμη θύμα των αποτελεσμάτων της Ανάπτυξης στη χώρα. Αυτό που ξέρω είναι ότι ένοιωσα σκουπίδι, ένα τίποτα, καθώς και πλήρη απέχθεια για τους πάντες και τα πάντα. Σιχάθηκα οριστικά το όρθιο χιμπατζοειδές που λέγεται άνθρωπος, ένα ζώο που κάνει τα πάντα για να βλέπει μακρυά που όμως δεν βλέπει ποτέ δίπλα του. Σιχάθηκα την ανάπτυξη, σιχάθηκα τους γαμημένους τους πολιτικούς, σιχάθηκα κάθε άνθρωπο που περπάτησε σε τούτον τον δρόμο χθες και όχι μόνο. Σιχάθηκα ό,τι ανθρώπινο υπάρχει: την Ευρώπη, την διάσωση, την σωτηρία, τα υψηλά επιτόκια των ξένων που μας δανείζουν χαμηλά καθώς και το μουνί της μαμάς όλων αυτών που έφερε κάποτε τέτοιες ακρίδες στον κόσμο.
Διότι παρόλο που με το θέμα των αστέγων έχω ξανασχοληθεί πολλές φορές (μεταξύ άλλων και μέσα από τούτο το βλόγι), πλέον η κατάσταση έχει παραξεφύγει. Το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο κι από τεράστιο. Πλέον δεν μιλάμε απλώς για επαγγελματίες επαίτες, ούτε για αρκετούς άστεγους πού πάντοτε είχαμε. Πλέον μιλάμε για βιασμό αξιοπρέπειας, για εν ψυχρώ δολοφονίες.
Ποιος αξίζει ρε στα τελειώματα της ζωής του να μην έχει αξιοπρέπεια; Ποιοι είστε ρε, επιτέλους;
Εσείς με τα γαμημένα τα προνόμιά σας, με τους παχυλούς μισθούς, με τα ρουσφέτια και τα ψέματά σας; Ποιοι είστε ρε ξεφτίλες που θα μας κουνήσετε και το δάκτυλο ότι δεν φταίτε;
Δεν νοιώθω ότι θέλω να πω άλλα όμως. Υπάνθρωποι. Αυτό είστε.
Όσο σκέφτομαι πόσοι αόρατοι άνθρωποι υπάρχουν, πόσες φορές κι εγώ έχω κάνει ότι δεν τους βλέπω, πως θα μπορούσα ενδεχομένως να έχω βοηθήσει και δεν το έκανα, νοιώθω ακόμα χειρότερα. Αισθάνομαι το μυαλό μου να ματώνει: μήπως έπρεπε να της έχω μιλήσει; Μήπως έπρεπε να έχω ειδοποιήσει κάποιον; Μήπως, μήπως, μήπως;
Κι αυτό το βλέμμα...
Πόσο δίκιο είχε ο παμμέγιστος Καζαντζάκης τελικά...
Γαμημένε Σαμαρά, εκπρόσωπε κάθε σωτηρίας και όλων των πολιτικών, αν η μάνα σου ζει, της εύχομαι ολόψυχα χειρότερο τέλος. Αν δεν ζει, είθε τέτοιο τέλος να έχουν τα παιδιά σου.
Σε κάθε περίπτωση, σκατά στον τάφο σου ξεφτιλισμένε, για εδώ που φέρατε όλοι τούτη τη χώρα...
Μακάρι να μην βρεθεί κανενός από εσάς το πτώμα ποτέ.
Άει στο διάολο.
Κι επειδή είμαι βέβαιος ότι όλο και κάποιος θα εξέλαβε το άπταιστα ελληνικά όπως γουστάρει, άντε και γαμήσου κι εσύ να τελειώνουμε.
Αρκετά.